μετάμελος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metamelos
|Transliteration C=metamelos
|Beta Code=meta/melos
|Beta Code=meta/melos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[repentance]], [[regret]], <span class="bibl">Th.7.55</span>, <span class="bibl">Conon 23.3</span>, <span class="bibl">Themist.<span class="title">Ep.</span>4.1</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.4.4</span>, Chor.<span class="bibl">p.214</span> B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>11.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adj. [[μετάμελος]], [[ον]], [[repenting]], πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα <span class="bibl">D.S.25.11</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[repentance]], [[regret]], Th.7.55, Conon 23.3, Themist.''Ep.''4.1, J.''AJ''19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον [[LXX]] ''Pr.''11.3.<br><span class="bld">II</span> Adj. [[μετάμελος]], [[ον]], [[repenting]], πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα [[Diodorus Siculus|D.S.]]25.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[repentir]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάμελος Medium diacritics: μετάμελος Low diacritics: μετάμελος Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΟΣ
Transliteration A: metámelos Transliteration B: metamelos Transliteration C: metamelos Beta Code: meta/melos

English (LSJ)

ὁ,
A repentance, regret, Th.7.55, Conon 23.3, Themist.Ep.4.1, J.AJ19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον LXX Pr.11.3.
II Adj. μετάμελος, ον, repenting, πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα D.S.25.11.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. μετάμελος, reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. μεταμέλω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μετάμελος: IIраскаяние, сожаление (τῆς στρατείας Thuc.).
раскаивающийся Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μετάμελος: ὁ, μεταμέλεια, μετάνοια, λύπη ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετάμελος, ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.

Greek Monolingual

μετάμελος, -ον (ΑM)
αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα», Διόδ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μετάμελος
η μεταμέλεια, το μετάνιωμα («πολύ δὲ μείζων ἔτι τῆς στρατείας ὁ μετάμελος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μεταμέλομαι.

Greek Monotonic

μετάμελος: ὁ, μετάνοια, μεταμέλεια, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετάμελος, ὁ,
repentance, regret, Thuc.

English (Woodhouse)

remorse, repentance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)