ῥάμμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ramma
|Transliteration C=ramma
|Beta Code=r(a/mma
|Beta Code=r(a/mma
|Definition=(A), -ατος, τό, [[falsa lectio|f.l.]] ([[ῥάμα]], [[ῥᾶμα]] codd.) for [[ῥεῦμα]] in Apollod. ''Poliorc.''183.7.(B), -ατος, τό, ([[ῥάπτω]])<br><span class="bld">A</span> anything [[se]]wn or [[stitched]], [[seam]], [[hem]], Pi.''Fr.''85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.''AJ''3.7.5.<br><span class="bld">2</span> [[fastening]] of a [[bandage]] by [[sewing]] (as [[ἅμμα]] by a [[knot]]), Hp. ''Off.''8.<br><span class="bld">3</span> [[thread]], D.S. 1.87, Dsc.''Eup.''1.200, Gal.''UP''10.12.<br><span class="bld">4</span> [[suture]] of a [[wound]], ''Hippiatr.'' 71.
|Definition=(A), -ατος, τό, [[falsa lectio|f.l.]] ([[ῥάμα]], [[ῥᾶμα]] codd.) for [[ῥεῦμα]] in Apollod. ''Poliorc.''183.7.(B), -ατος, τό, ([[ῥάπτω]])<br><span class="bld">A</span> anything [[se]]wn or [[stitched]], [[seam]], [[hem]], Pi.''Fr.''85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.''AJ''3.7.5.<br><span class="bld">2</span> [[fastening]] of a [[bandage]] by [[sewing]] (as [[ἅμμα]] by a [[knot]]), Hp. ''Off.''8.<br><span class="bld">3</span> [[thread]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 1.87, Dsc.''Eup.''1.200, Gal.''UP''10.12.<br><span class="bld">4</span> [[suture]] of a [[wound]], ''Hippiatr.'' 71.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάμμα Medium diacritics: ῥάμμα Low diacritics: ράμμα Capitals: ΡΑΜΜΑ
Transliteration A: rhámma Transliteration B: rhamma Transliteration C: ramma Beta Code: r(a/mma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό, f.l. (ῥάμα, ῥᾶμα codd.) for ῥεῦμα in Apollod. Poliorc.183.7.(B), -ατος, τό, (ῥάπτω)
A anything sewn or stitched, seam, hem, Pi.Fr.85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.AJ3.7.5.
2 fastening of a bandage by sewing (as ἅμμα by a knot), Hp. Off.8.
3 thread, D.S. 1.87, Dsc.Eup.1.200, Gal.UP10.12.
4 suture of a wound, Hippiatr. 71.

German (Pape)

[Seite 833] τό, das Genähte, Geflickte, Pind. frg. 55; – auch der Faden, Hippocr.; D. Sic. 1, 87.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 couture;
2 fil.
Étymologie: ῥάπτω.
2ατος (τό) :
aspersion.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥάμμα: ατος τό
1 шов Pind.;
2 нить Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάμμα: τό, (ῥαίνω) τὸ ἐρραντισμένον, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 37.

English (Slater)

ῥάμμα v. λυθίραμμος.

Greek Monolingual

το / ῥάμμα, ΝΜΑ
νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην περίδεση αγγείου που αιμορραγεί
2. ναυτ. ισχυρό νήμα κατάλληλο για τη ραφή ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα
3. φρ. α) «έχω ράμματα για τη γούνα του» — του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση
β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω
μσν.
η ραφή τραύματος
αρχ.
η στερέωση επιδέσμου με ραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπ-μα (< ῥάπτω) με αφομοίωση του -π-].