καινογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
{{LSJ2
|Full diacritics=καινογράφος
|Full diacritics=καινογρᾰ́φος
|Medium diacritics=καινογράφος
|Medium diacritics=καινογράφος
|Low diacritics=καινογράφος
|Low diacritics=καινογράφος
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. <i>πεζο</i>-[[γράφος]], <i>χρονικο</i>-[[γράφος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[καινόγραφος]])].
|mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. [[πεζογράφος]], [[χρονικογράφος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[καινόγραφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινογρᾰ́φος Medium diacritics: καινογράφος Low diacritics: καινογράφος Capitals: ΚΑΙΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kainográphos Transliteration B: kainographos Transliteration C: kainografos Beta Code: kainogra/fos

English (LSJ)

ὁ, composer in a new style, prob. in Anon. Metr. Oxy. 220vi3.

Greek Monolingual

καινογράφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζογράφος, χρονικογράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)].