ἐρυθρόδανον: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56.
|lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56.
}}
{{grml
|mltxt=[[ερυθρόδανο]], το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και [[ἐρυθρόδανος]], ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 15:34, 4 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόδᾰνον Medium diacritics: ἐρυθρόδανον Low diacritics: ερυθρόδανον Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΝΟΝ
Transliteration A: erythródanon Transliteration B: erythrodanon Transliteration C: erythrodanon Beta Code: e)ruqro/danon

English (LSJ)

τό, = ἐρευθέδανον, Dsc.3.143: ἐρυθρόδανος, ἡ, Plin. HN 24.94 (v.l.); madder, rose madder, common madder, dyer's madder, Rubia tinctorum, Rubia tinctoria; cf. ἐρυθρύδανον.

German (Pape)

[Seite 1036] τό, Färberröthe, Krapp, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόδᾰνον: τό, τὸ «ῥιζάρι», Λατ. Rubia tinctorum, Rubia tinctoria, Διοσκ. 3. 150˙ ἐρυθρόδανος, ἡ, Πλίν. 24. 56.

Greek Monolingual

ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].