ἀνεπίκριτος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepikritos | |Transliteration C=anepikritos | ||
|Beta Code=a)nepi/kritos | |Beta Code=a)nepi/kritos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπίκριτον,<br><span class="bld">A</span> [[not decided]], [[indeterminate]], πράγματα Aristocl. ap. Eus.''PE''14.18, cf. S.E.''P.''1.98, etc. Adv. [[ἀνεπικρίτως]] Id.''M.''11.230.<br><span class="bld">2</span> [[indistinct]], [[indeterminate]], φαντασία Plot.3.6.4.<br><span class="bld">3</span> Medic., [[untested]], [[untried]], <b class="b3">ἡ διαφωνία ἡ ἀ.</b>, t.t. of the Empirics, Gal.1.78.<br><span class="bld">4</span> [[not officially examined]], POxy.257.23 (ii A.D.), etc.; of a question, etc., [[unexamined]], Simp. ''in Ph.''1148.29. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indeterminado]] (πράγματα) ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀ. Timo 2.3, en lóg. ἀνεπίκριτον δέ γε ἐστὶ μέχρι τοῦ νῦν τὸ ὑγιὲς συνημμένον el verdadero silogismo no ha sido definido hasta ahora</i> S.E.<i>M</i>.8.427, cf. 428<br /><b class="num">•</b>[[impreciso]] φαντασία ἀ. imagen mental imprecisa</i> Plot.3.6.4<br /><b class="num">•</b>[[no examinado]] ἡ ἐπιχείρησις Simp.<i>in Ph</i>.1148.29<br /><b class="num">•</b>[[no probado]] [[διαφωνία]] de los empíricos, Gal.1.78.<br /><b class="num">2</b> [[no inscrito]] ref. a un individuo cualificado para ser inscrito en las listas de la ἐπίκρισις pero que por un motivo determinado no figura en ellas todavía <i>POxy</i>.257.23 (I d.C.), 597 (II d.C.), Wilcken <i>Chr</i>.1.220.16 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin que se llegue a una decisión]] a. διαφωνουμένην ... τὴν ὑπόστασιν S.E.<i>M</i>.11.230, στασιάζοντες S.E.<i>P</i>.1.88<br /><b class="num">•</b>[[taxativamente]] λέγειν S.E.<i>P</i>.2.88. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht urteilend, nicht zu beurteilen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπίκρῐτος:''' [[нерешенный]]: [[διαφωνία]] ἀ. περί τινος Sext. оставшееся нерешенным разногласие в чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίκρῐτος''': -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) [[ἄκριτος]], ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ. | |lstext='''ἀνεπίκρῐτος''': -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) [[ἄκριτος]], ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίκριτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να διατυπωθεί [[επίκριση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή [[κρίση]], ο [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική [[κρίση]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> ο μη δοκιμασμένος, ο [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν έχει [[επίσημα]] εξεταστεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίκριτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να διατυπωθεί [[επίκριση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή [[κρίση]], ο [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική [[κρίση]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> ο μη δοκιμασμένος, ο [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν έχει [[επίσημα]] εξεταστεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 10 April 2024
English (LSJ)
ἀνεπίκριτον,
A not decided, indeterminate, πράγματα Aristocl. ap. Eus.PE14.18, cf. S.E.P.1.98, etc. Adv. ἀνεπικρίτως Id.M.11.230.
2 indistinct, indeterminate, φαντασία Plot.3.6.4.
3 Medic., untested, untried, ἡ διαφωνία ἡ ἀ., t.t. of the Empirics, Gal.1.78.
4 not officially examined, POxy.257.23 (ii A.D.), etc.; of a question, etc., unexamined, Simp. in Ph.1148.29.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indeterminado (πράγματα) ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀ. Timo 2.3, en lóg. ἀνεπίκριτον δέ γε ἐστὶ μέχρι τοῦ νῦν τὸ ὑγιὲς συνημμένον el verdadero silogismo no ha sido definido hasta ahora S.E.M.8.427, cf. 428
•impreciso φαντασία ἀ. imagen mental imprecisa Plot.3.6.4
•no examinado ἡ ἐπιχείρησις Simp.in Ph.1148.29
•no probado διαφωνία de los empíricos, Gal.1.78.
2 no inscrito ref. a un individuo cualificado para ser inscrito en las listas de la ἐπίκρισις pero que por un motivo determinado no figura en ellas todavía POxy.257.23 (I d.C.), 597 (II d.C.), Wilcken Chr.1.220.16 (II d.C.).
II adv. -ως sin que se llegue a una decisión a. διαφωνουμένην ... τὴν ὑπόστασιν S.E.M.11.230, στασιάζοντες S.E.P.1.88
•taxativamente λέγειν S.E.P.2.88.
German (Pape)
[Seite 224] nicht urteilend, nicht zu beurteilen.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίκρῐτος: нерешенный: διαφωνία ἀ. περί τινος Sext. оставшееся нерешенным разногласие в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) ἄκριτος, ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπίκριτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση
μσν.
αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση, ο ακαθόριστος
2. ο μη δοκιμασμένος, ο ασαφής
3. όποιος δεν έχει επίσημα εξεταστεί.