μεριστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(c1) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meristikos | |Transliteration C=meristikos | ||
|Beta Code=meristiko/s | |Beta Code=meristiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μεριστική, μεριστικόν, [[fit for dividing]], gloss on [[μερόεν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] zum | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] zum Teilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεριστικός]], -ή, -όν) [[μεριστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διαιρεί, να μοιράζει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
μεριστική, μεριστικόν, fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 135] zum Teilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεριστικός, -ή, -όν) μεριστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό
2. ο ικανός να διαιρεί, να μοιράζει.