μύκων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(26)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mykon
|Transliteration C=mykon
|Beta Code=mu/kwn
|Beta Code=mu/kwn
|Definition=<b class="b3">σωρός, θημών</b>, Hsch. μυλαβρίς, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μυλακρίς]].</span>
|Definition=[[σωρός]], [[θημών]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] μυλαβρίς, v. [[μυλακρίς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ὁ, ein Theil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ὁ, ein Teil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 86.
|lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 86.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του αφτιού που βρίσκεται [[κάτω]] από τον λοβό, η [[ρίζα]] του αφτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύκων]]<br />[[σωρός]], [[θημών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i><i>k</i>- «[[σωρός]]» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., <b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>gr</i> «[[σωρός]], όγκος», αγγλοσαξ. <i>m</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[σωρός]] σιτηρών» και πιθ. με τη λ. [[Μυκήνη]]].
|mltxt=[[μύκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του αφτιού που βρίσκεται [[κάτω]] από τον λοβό, η [[ρίζα]] του αφτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύκων]]<br />[[σωρός]], [[θημών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i><i>k</i>- «[[σωρός]]» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., <b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>gr</i> «[[σωρός]], όγκος», αγγλοσαξ. <i>m</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[σωρός]] σιτηρών» και πιθ. με τη λ. [[Μυκήνη]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[σωρός]], [[θημών]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: One connected Germ. words, like OIc. [[mugi]], [[mugr]] [[`heap]], [[multitude]], with <b class="b2">-k(k</b>)- Bayr. [[Mauche]] [[Auswuchs]], [[Fussgeschwulst der Pfrede]], Duch. [[muik]] (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects <b class="b3">μύκαρις πλῆθος</b>, [[ἄθροισμα]] and takes it as Pre-Greek.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκων Medium diacritics: μύκων Low diacritics: μύκων Capitals: ΜΥΚΩΝ
Transliteration A: mýkōn Transliteration B: mykōn Transliteration C: mykon Beta Code: mu/kwn

English (LSJ)

σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς, v. μυλακρίς.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, ein Teil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.

Greek (Liddell-Scott)

μύκων: -ωνος, ὁ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86.

Greek Monolingual

μύκων, -ωνος, ὁ (Α)
1. το μέρος του αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα του αφτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων
σωρός, θημών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mūk- «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi, mūgr «σωρός, όγκος», αγγλοσαξ. mūga «σωρός σιτηρών» και πιθ. με τη λ. Μυκήνη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: σωρός, θημών H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connected Germ. words, like OIc. mugi, mugr `heap, multitude, with -k(k)- Bayr. Mauche Auswuchs, Fussgeschwulst der Pfrede, Duch. muik (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects μύκαρις πλῆθος, ἄθροισμα and takes it as Pre-Greek.