διαιρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_19)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diairetis
|Transliteration C=diairetis
|Beta Code=diaire/ths
|Beta Code=diaire/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">divider, distributor</b>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>273</span>(pl.).</span>
|Definition=διαιρέτου, ὁ, [[divider]], [[distributor]], Dam.''Pr.''273(pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que divide o distribuye]] διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.<i>ND</i> 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων <i>IEphesos</i> 4A.9 (III a.C.), [[δικαιοσύνη]] ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo</i> Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.<i>in Prm</i>.273, δ.· diuisor, expunctor</i>, <i>Gloss</i>.2.271<br /><b class="num"></b>ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible</i> Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] ὁ, der Trennende, Teilende, Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαιρέτης''': -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''διαιρέτης''': -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
}}
{{grml
|mltxt=ο [[διαιρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> [[αριθμός]] με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).
}}
{{trml
|trtx====[[distributor]]===
Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: [[verspreider]]; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: [[Verteiler]]; Greek: [[διανομέας]]; Ancient Greek: [[ἀναπομπός]], [[ἀπονεμητής]], [[διαδότης]], [[διαιρέτης]], [[διανεμητής]], [[διανομεύς]], [[ἐπιδότης]], [[ἐπιδώτης]], [[ἐπιμεριστής]], [[μεριστής]], [[νομεύς]], [[ταμίας]], [[ταμιευτής]], [[ταμίης]]; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: [[divisor]]; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: [[дистрибьютор]], [[распределитель]]; Spanish: [[distribuidor]]; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρέτης Medium diacritics: διαιρέτης Low diacritics: διαιρέτης Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: diairétēs Transliteration B: diairetēs Transliteration C: diairetis Beta Code: diaire/ths

English (LSJ)

διαιρέτου, ὁ, divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, der Trennende, Teilende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ο διαιρώ
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).

Translations

distributor

Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör