ἕκπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekplethros
|Transliteration C=ekplethros
|Beta Code=e(/kpleqros
|Beta Code=e(/kpleqros
|Definition=ον, [[six plethra long]], Phryn.387; in <b class="b3">ἕ. ἀγών</b>, = [[στάδιον]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>883</span>, and κῶλον ἕ. δρόμου <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>1181</span> (where Sch. expl. <b class="b3">μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον</b>) [[]]. is the better reading, [[narrowing]].
|Definition=ἕκπλεθρον, [[six plethra long]], Phryn.387; in <b class="b3">ἕκπλεθρος ἀγών</b>, = [[στάδιον]], E.''El.''883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.''Med.''1181 (where Sch. expl. <b class="b3">μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον</b>) ἔ. is the better reading, [[narrowing]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
|btext=ος, ον :<br />[[long de six plèthres]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκπλεθρος:''' [[равный шести плетрам]], т. е. [[одному стадию]] (или 185 м) ([[δρόμος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
|lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκπλεθρος:''' равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) ([[δρόμος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, [[πλέθρον]]<br />six plethra [[long]], Eur.
|mdlsjtxt=ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, [[πλέθρον]]<br />six plethra [[long]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 22 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκπλεθρος Medium diacritics: ἕκπλεθρος Low diacritics: έκπλεθρος Capitals: ΕΚΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: hékplethros Transliteration B: hekplethros Transliteration C: ekplethros Beta Code: e(/kpleqros

English (LSJ)

ἕκπλεθρον, six plethra long, Phryn.387; in ἕκπλεθρος ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) ἔ. is the better reading, narrowing.

Spanish (DGE)

v. ἑξάπλεθρος.

German (Pape)

[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἕκπλεθρος: равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) (δρόμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.

Greek Monolingual

ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.

Greek Monotonic

ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.

Middle Liddell

ἕκ-πλεθρος, ον [ἕξ, πλέθρον
six plethra long, Eur.