μαργάω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=margao | |Transliteration C=margao | ||
|Beta Code=marga/w | |Beta Code=marga/w | ||
|Definition=(μάργος) only in part. | |Definition=([[μάργος]]) only in part. [[μαργῶν]] [[raging]], especially in battle, A. ''Th.''380; οἱ μαργῶντες [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''842; φόνου μαργῶντος E.''HF''1005; μαργῶσαν χέρα Id.''Hec.''1128; [ἵπποι] μαργῶσαι φρένας Id.''Hipp.''1230, cf. Call.''Fr.''98a; <b class="b3">μαργῶσα γνάθος</b> [[ravenous]] jaw, A.''Fr.''258: c. inf., <b class="b3">μ. ἱέναι δόρυ</b> [[madly eager]] to... E.''Ph.''1247. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[μαργῶ]] :<br /><i>seul. prés.</i><br />[[être hors de soi]], [[être en démence]], [[être en fureur]].<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=wie [[μαργαίνω]], <i>[[rasend]] sein, [[unsinnig]] [[wüten]]</i>, von [[heftiger]] Kampfeswut, Aesch. <i>Spt</i>. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. <i>Phoen</i>. 1156, ὅς [[νιν]] φόνου μαργῶντος ἔσχε, <i>Herc.Fur</i>. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, <i>Hec</i>. 1128; <i>[[gierig]] sein</i>, μαργῶσα [[γνάθος]], Aesch. frg. 237. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαργάω:''' (только part. praes.)<br /><b class="num">1</b> [[неистовствовать]], [[быть в ярости]]: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;<br /><b class="num">2</b> [[страстно желать]] (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν [[ἱέναι]] [[δόρυ]] Eur.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μαργάω''': ([[μάργος]]) ὡς τὸ [[μαργαίνω]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. μαργῶν, μαινόμενος, ἰδίως ἐν μάχῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 380 οἱ μαργῶντες Σοφ. Ἀποσπ. 722· φόνου μαργῶντος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1005· μαργῶσαν χέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1128· [ἵπποι] μαργῶσαι τὴν φρένα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1230· μαργῶσα γνάθος, ὀδόντες λαίμαργοι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251· μετ’ ἀπαρ., μαργῶντ’ ἐπ’ ἀλλήλοισι ἱέναι [[δόρυ]], ἐμμανῶς πρόθυμοι νά..., Εὐρ. Φοίν. 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαργᾷ, μαργαίνει, ὑβρίζει, ἐνθουσιᾷ, μαίνεται». | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαργάω:''' ([[μάργος]]), χρησιμ. μόνο στη μτχ. <i>μαργῶν</i>, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν [[ἱέναι]], είναι [[έτοιμος]] να τρελαθεί, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μαργάω]], [[μάργος]]<br />[[raging]], Aesch.; c. inf., μαργῶν [[ἱέναι]] [[madly]] [[eager]] to go, Eur. only used in [[part]]. μαργῶν\] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 29 May 2024
English (LSJ)
(μάργος) only in part. μαργῶν raging, especially in battle, A. Th.380; οἱ μαργῶντες S.Fr.842; φόνου μαργῶντος E.HF1005; μαργῶσαν χέρα Id.Hec.1128; [ἵπποι] μαργῶσαι φρένας Id.Hipp.1230, cf. Call.Fr.98a; μαργῶσα γνάθος ravenous jaw, A.Fr.258: c. inf., μ. ἱέναι δόρυ madly eager to... E.Ph.1247.
French (Bailly abrégé)
μαργῶ :
seul. prés.
être hors de soi, être en démence, être en fureur.
Étymologie: μάργος.
German (Pape)
wie μαργαίνω, rasend sein, unsinnig wüten, von heftiger Kampfeswut, Aesch. Spt. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. Phoen. 1156, ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε, Herc.Fur. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, Hec. 1128; gierig sein, μαργῶσα γνάθος, Aesch. frg. 237.
Russian (Dvoretsky)
μαργάω: (только part. praes.)
1 неистовствовать, быть в ярости: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;
2 страстно желать (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μαργάω: (μάργος) ὡς τὸ μαργαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. μαργῶν, μαινόμενος, ἰδίως ἐν μάχῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 380 οἱ μαργῶντες Σοφ. Ἀποσπ. 722· φόνου μαργῶντος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1005· μαργῶσαν χέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1128· [ἵπποι] μαργῶσαι τὴν φρένα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1230· μαργῶσα γνάθος, ὀδόντες λαίμαργοι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251· μετ’ ἀπαρ., μαργῶντ’ ἐπ’ ἀλλήλοισι ἱέναι δόρυ, ἐμμανῶς πρόθυμοι νά..., Εὐρ. Φοίν. 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαργᾷ, μαργαίνει, ὑβρίζει, ἐνθουσιᾷ, μαίνεται».
Greek Monotonic
μαργάω: (μάργος), χρησιμ. μόνο στη μτχ. μαργῶν, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν ἱέναι, είναι έτοιμος να τρελαθεί, σε Ευρ.
Middle Liddell
μαργάω, μάργος
raging, Aesch.; c. inf., μαργῶν ἱέναι madly eager to go, Eur. only used in part. μαργῶν\]