voluntario: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(3) |
(CSV3 import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐθελητός]], [[αὐτόγνωτος]], [[ἐθελουργός]], [[ἑκών]], [[ἐθελούσιος]], [[ἀνυπαναγκαῖος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἑκούσιος]], [[ἐθελοντής]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐθελοντήρ]], [[ἐθελόντιος]], [[βολουντάριος]], [[αὐθεκούσιος]], [[αὐτοκελής]], [[ἑκοντής]] | |sltx=[[ἐθελητός]], [[αὐτόγνωτος]], [[ἐθελουργός]], [[ἑκών]], [[ἐθελούσιος]], [[ἀνυπαναγκαῖος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἑκούσιος]], [[ἐθελοντής]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐθελοντήρ]], [[ἐθελόντιος]], [[βολουντάριος]], [[αὐθεκούσιος]], [[αὐτοκελής]], [[ἑκοντής]] | ||
}} | |||
{{LaZh | |||
|lnztxt=voluntario. ''adv''. :: [[情願]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:20, 13 June 2024
Spanish > Greek
ἐθελητός, αὐτόγνωτος, ἐθελουργός, ἑκών, ἐθελούσιος, ἀνυπαναγκαῖος, ἀπαράκλητος, ἑκούσιος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, ἐθελοντήρ, ἐθελόντιος, βολουντάριος, αὐθεκούσιος, αὐτοκελής, ἑκοντής