ἐπαγάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />se réjouir de, trouver son plaisir dans : τινι, [[ἐπί]] τινι qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἀγάλλομαι.
|btext=<i>seul. prés.</i><br />se réjouir de, trouver son plaisir dans : τινι, ἐπί τινι qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], ἀγάλλομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' Παθ., [[καυχιέμαι]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ για [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' Παθ., [[καυχιέμαι]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ για [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[glory]] in, [[exult]] in a [[thing]], c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen.
|mdlsjtxt=Pass. to [[glory]] in, [[exult]] in a [[thing]], c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen.
}}
}}

Latest revision as of 06:20, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγάλλομαι Medium diacritics: ἐπαγάλλομαι Low diacritics: επαγάλλομαι Capitals: ΕΠΑΓΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: epagállomai Transliteration B: epagallomai Transliteration C: epagallomai Beta Code: e)paga/llomai

English (LSJ)

Pass., glory in, exult in, c. dat., πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il.16.91, cf. Q.S.7.327, Tryph.671; πόρνῃσ' ἐπαγαλλόμενος πυγῇσιν Crates Theb.4; ἁμίλλῃ Them.Or.11.151c; εἰκόσιν Artem.3.31; ἐπί τινι X.Oec.4.17.

German (Pape)

[Seite 892] stolz auf Etwas sein, womit prunken, πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il. 16, 91; χάρμῃ, vor Freude, Phocyl. 110; ἐπί τινι, Xen. Oec. 4, 17.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se réjouir de, trouver son plaisir dans : τινι, ἐπί τινι qch.
Étymologie: ἐπί, ἀγάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγάλλομαι: находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰγάλλομαι: ἀγάλλομαι, χαίρω ἢ γαυριῶ ἐπί τινι, μετὰ δοτ., ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Ἰλ. Π. 9. 1, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 7. 327, Τρυφ. 671· ἐπί τινι Ξεν. Ξεν. Οἰκ. 4. 17.

English (Autenrieth)

exult in, Il. 16.91†.

Greek Monolingual

ἐπαγάλλομαι (AM) αγάλλομαι
χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ' ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ.
β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία).

Greek Monotonic

ἐπᾰγάλλομαι: Παθ., καυχιέμαι, χαίρομαι, θριαμβολογώ για κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to glory in, exult in a thing, c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen.