τρυγώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρυγώ]].<br /><b>(II)</b><br />-έω, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηραίνω]]<br /><b>2.</b> μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τρυγώ]]].<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br />[[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> /-<i>όω</i>].<br />τρυγῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] σταφύλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την [[αγάπη]] που μού δείχνει, [[απομυζώ]], [[βυζαίνω]] (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῦν τρυγῶσι αὐτόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συλλέγω]] το [[μέλι]] από τις κυψέλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]] ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα [[φιλιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἐρήμους τρυγᾱν»<br />(ενν. <i>ἀμπέλους</i>) ([[συλλέγω]] σταφύλια από αφύλακτο [[αμπέλι]]) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν [[τόλμη]] [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτε]] το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. [[τρύξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύγα]]). Το ρ. <i>τρυγῶ</i> χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «[[συλλέγω]] καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «[[μαζεύω]] σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την [[έννοια]] της ξηρότητας (<b>πρβλ.</b> [[ὀτρύγη]], [[χόρτος]], [[καλάμη]], [[τρύγω]] «ξηραίνομαι», <i>τρυγῶ</i> (ΙΙ) «[[ξηραίνω]]», [[τρυγαβόλιον]] «[[αποθήκη]] στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[τρυγάω]], ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρυγώ]].<br /><b>(II)</b><br />[[τρυγέω]], Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηραίνω]]<br /><b>2.</b> μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τρυγώ]]].<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br />[[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> /-<i>όω</i>].<br />τρυγῶ, [[τρυγάω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] σταφύλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την [[αγάπη]] που μού δείχνει, [[απομυζώ]], [[βυζαίνω]] (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῦν τρυγῶσι αὐτόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συλλέγω]] το [[μέλι]] από τις κυψέλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]] ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα [[φιλιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἐρήμους τρυγᾱν»<br />(ενν. <i>ἀμπέλους</i>) ([[συλλέγω]] σταφύλια από αφύλακτο [[αμπέλι]]) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν [[τόλμη]] [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτε]] το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. [[τρύξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύγα]]). Το ρ. <i>τρυγῶ</i> χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «[[συλλέγω]] καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «[[μαζεύω]] σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την [[έννοια]] της ξηρότητας (<b>πρβλ.</b> [[ὀτρύγη]], [[χόρτος]], [[καλάμη]], [[τρύγω]] «ξηραίνομαι», <i>τρυγῶ</i> (ΙΙ) «[[ξηραίνω]]», [[τρυγαβόλιον]] «[[αποθήκη]] στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].
}}
}}

Revision as of 13:58, 22 September 2024

Greek Monolingual

(I)
τρυγάω, ΝΑ
βλ. τρυγώ.
(II)
τρυγέω, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω
2. μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].
(III)
-όω, Α
τρυγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε - /-όω].
τρυγῶ, τρυγάω, ΝΜΑ
1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και ιδίως σταφύλια
2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την αγάπη που μού δείχνει, απομυζώ, βυζαίνω (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῦν τρυγῶσι αὐτόν», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) συλλέγω το μέλι από τις κυψέλες
2. μτφ. απολαμβάνω ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα φιλιά της»)
αρχ.
παροιμ. «ἐρήμους τρυγᾱν»
(ενν. ἀμπέλους) (συλλέγω σταφύλια από αφύλακτο αμπέλι) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν τόλμη εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. τρύξ (βλ. λ. τρύγα). Το ρ. τρυγῶ χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «συλλέγω καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «μαζεύω σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την έννοια της ξηρότητας (πρβλ. ὀτρύγη, χόρτος, καλάμη, τρύγω «ξηραίνομαι», τρυγῶ (ΙΙ) «ξηραίνω», τρυγαβόλιον «αποθήκη στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].