κεφαλόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλόδεσμος''': ὁ, [[ταινία]] τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλο-[[δέσμιον]], τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.
|lstext='''κεφᾰλόδεσμος''': ὁ, [[ταινία]] τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. [[κεφαλοδέσμιον]], τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεφαλόδεσμος]])<br />[[κεφαλόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[καρπόδεσμος]], [[σχοινόδεσμος]]].
|mltxt=ο (Α [[κεφαλόδεσμος]])<br />[[κεφαλόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[καρπόδεσμος]], [[σχοινόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:16, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόδεσμος Medium diacritics: κεφαλόδεσμος Low diacritics: κεφαλόδεσμος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalódesmos Transliteration B: kephalodesmos Transliteration C: kefalodesmos Beta Code: kefalo/desmos

English (LSJ)

ὁ, head-band, Sch.A.Supp.121:—Dim. κεφαλοδέσμιον, τό, Sch.Il.14.184.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, Kopfbinde, Kopfband, Schol. Aesch. Suppl. 115.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόδεσμος: ὁ, ταινία τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλοδέσμιον, τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.

Greek Monolingual

ο (Α κεφαλόδεσμος)
κεφαλόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπόδεσμος, σχοινόδεσμος].