ἀποσποδέω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (1 revision imported)
 
(11 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apospodeo
|Transliteration C=apospodeo
|Beta Code=a)pospode/w
|Beta Code=a)pospode/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wear quite off]], <b class="b3">τοὺς ὄνυχας</b> [[walk]] one's toes [[off]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>8</span>:—Pass., = [[ἀπερρίφθαι]], [[ἀποθανεῖν]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ</b>, Id. (<b class="b3">-ικώτων</b> cod.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wear quite off]], τοὺς ὄνυχας [[walk]] one's toes [[off]], Ar. ''Av.''8:—Pass., = [[ἀπορρίπτω|ἀπερρίφθαι]], [[ἀποθανεῖν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
}}
{{bailly
|btext=[[ἀποσποδῶ]] :<br />[[user]], [[épuiser]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[abreiben]]</i>, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die [[Nägel]] [[ablaufen]], Ar. <i>Av</i>. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν [[erklärt]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσποδέω:''' [[стирать до основания]] (τοὺς ὄνυχας Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσποδέω''': [[ἀφανίζω]], [[καταστρέφω]] τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
|lstext='''ἀποσποδέω''': [[ἀφανίζω]], [[καταστρέφω]] τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />user, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{grml
|elrutext='''ἀποσποδέω:''' стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).
|mltxt=ἀποσποδῶ ([[ἀποσποδέω]]) (Α) [[κάνω]] [[στάχτη]], [[καταστρέφω]] [[τελείως]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar.
|mdlsjtxt=to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσποδέω Medium diacritics: ἀποσποδέω Low diacritics: αποσποδέω Capitals: ΑΠΟΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apospodéō Transliteration B: apospodeō Transliteration C: apospodeo Beta Code: a)pospode/w

English (LSJ)

A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch.
II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).

French (Bailly abrégé)

ἀποσποδῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.

German (Pape)

abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.

Greek Monotonic

ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.

Greek Monolingual

ἀποσποδῶ (ἀποσποδέω) (Α) κάνω στάχτη, καταστρέφω τελείως.

Middle Liddell

to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.