διάφωνος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[discrepante]] ἕτεραι (ἱστορίαι) [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.<i>Cyn</i>.16<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάφωνον op. [[τὸ σύμφωνον]] Hp.<i>Alim</i>.40<br /><b class="num">•</b>[[contradictorio]], [[incoherente]] μηδὲν [[εἰπεῖν]] ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95<br /><b class="num">•</b>[[diferente]] δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάφωνον [[contradicción]] τὸ ὡσανεὶ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[discrepante]] ἕτεραι (ἱστορίαι) [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.<i>Cyn</i>.16<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάφωνον op. [[τὸ σύμφωνον]] Hp.<i>Alim</i>.40<br /><b class="num">•</b>[[contradictorio]], [[incoherente]] μηδὲν [[εἰπεῖν]] ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95<br /><b class="num">•</b>[[diferente]] δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.18<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ διάφωνον]] = [[contradicción]] τὸ ὡσανεὶ διάφωνον = la aparente contradicción</i> Didym.<i>Gen</i>.25.5.<br /><b class="num">2</b> mús. [[disonante]] τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.<i>Sect.Can</i>.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ διάφωνον]] abstr. [[falta de armonía]] op. [[μέλος]] Aristox.<i>Harm</i>.25.18<br /><b class="num">•</b>concr. [[sonido discordante]] [[διάφωνον ἕλκειν]] = [[producir una nota discordante]]</i> Damox.2.61, [[τὰ διάφωνα]] op. [[τὰ σύμφωνα]] en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.<i>Vict</i>.1.18.<br /><b class="num">II</b> adv. [[διαφώνως]]<br /><b class="num">1</b> [[en forma discrepante]] διαφώνως ἵστανται πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.<i>Rh</i>.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.<i>M</i>.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.141.<br /><b class="num">2</b> mús. [[en forma discordante]] πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 06:47, 8 October 2024
English (LSJ)
διάφωνον, discordant, inconsistent, ἱστορίαι D.S.4.55, cf. Plu.2.1039d, etc.; τινί with one, Luc.Cyn.16; especially in Music, διάφωνον ἕλκειν = strike a false note, Damox.2.61, cf. Hp.Vict.1.18 (metaph. of tastes), etc.; opp. σύμφωνος, Euc.Sect.Can.Praef., Theo Sm.p.49H. Adv. διαφώνως Plu.2.1137c: c.dat., S.E.M.7.170: metaph., διαφώνως = in disagreement, dissonantly, discordantly, dissentingly, διαφώνως ἵστασθαι πρός τινα Phld.Rh.1.90S.
Spanish (DGE)
-ον
I 1discrepante ἕτεραι (ἱστορίαι) D.S.4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.Cyn.16
•subst. τὸ διάφωνον op. τὸ σύμφωνον Hp.Alim.40
•contradictorio, incoherente μηδὲν εἰπεῖν ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95
•diferente δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.Intr.Arat.18
•subst. τὸ διάφωνον = contradicción τὸ ὡσανεὶ διάφωνον = la aparente contradicción Didym.Gen.25.5.
2 mús. disonante τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.Sect.Can.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58
•subst. τὸ διάφωνον abstr. falta de armonía op. μέλος Aristox.Harm.25.18
•concr. sonido discordante διάφωνον ἕλκειν = producir una nota discordante Damox.2.61, τὰ διάφωνα op. τὰ σύμφωνα en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.Vict.1.18.
II adv. διαφώνως
1 en forma discrepante διαφώνως ἵστανται πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.Rh.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.M.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.Strom.1.21.141.
2 mús. en forma discordante πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
discordant ; τινι qui ne s'accorde pas avec.
Étymologie: διά, φωνή.
German (Pape)
nicht zusammenstimmend, verschieden; DS. 4.55 und andere Spätere; τινί, Luc. Cyn. 16; Poll. 2.113 tadelt das Wort.
Russian (Dvoretsky)
διάφωνος:
1 не согласующийся, расходящийся во мнении Diod., Plut.;
2 несогласный (τινι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διάφωνος: -ον, ὁ παράφωνος, παραφωνίαν ἀποτελῶν, Διόδ. 4. 55· τινι Λουκ. Κυν. 16· διάφωνον ἕλκειν, μουσικὴ φράσις, Δαμόξ. Συντρ. 2. 61.- Ἐπίρρ. -ως, Κλήμ. Ἀλ. 404.
Greek Monolingual
-ον (ΑΝ)
1. δυσάρεστος στην ακοή, παράφωνος
2. ασύμφωνος, ανακόλουθος, αντιφατικός.
Greek Monotonic
διάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε Λουκ.