ὑπερφερής: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = [[ὑπερηφανής]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, 1) [[hervorragend]], dah. [[vortrefflich]], [[ausgezeichnet]]. – 2) = [[ὑπερηφανής]], VLL.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:08, 11 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφερής Medium diacritics: ὑπερφερής Low diacritics: υπερφερής Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΗΣ
Transliteration A: hyperpherḗs Transliteration B: hyperpherēs Transliteration C: yperferis Beta Code: u(perferh/s

English (LSJ)

ὑπερφερές, pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περιφερής].