σιδηρόπληκτος: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] [[door ijzer geslagen]]. | |elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω)] [[door ijzer geslagen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:55, 13 October 2024
English (LSJ)
Dor. σιδηρόπλακτος, ον, smitten by iron, A.Th.911 (lyr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω)] door ijzer geslagen.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόπληκτος: дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α
1. ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, δηλαδή από ξίφος
2. αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- / σιδαρο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνόπληκτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, -ον, πληγωμένος από σίδερο, δηλ. από ξίφος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.
Middle Liddell
σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,
smitten by iron, Aesch.