διευθέτησις: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[buena ordenación]] τῶν ὅπλων Eust.26.27, cf. 123.13. | |dgtxt=-εως, ἡ [[buena ordenación]] τῶν ὅπλων Eust.26.27, cf. 123.13. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>gute [[Anordnung]]</i>, Eust. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διευθέτησις''': -εως, ἡ, [[τακτοποίησις]], [[τάξις]], Εὐστ. 26. 27. | |lstext='''διευθέτησις''': -εως, ἡ, [[τακτοποίησις]], [[τάξις]], Εὐστ. 26. 27. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (Μ [[διευθέτησις]]) [[διευθετώ]]<br />[[τοποθέτηση]] [[κάθε]] πράγματος στη [[θέση]] του, [[τακτοποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διακανονισμός]] ενός ζητήματος [[μετά]] από [[άρση]] τών δυσχερειών<br /><b>2.</b> «έργα διευθετήσεως» — μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών [[κυρίως]] ερευνητικών (συγκοινωνίες, μεταφορές <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για αστέρια) η σχετική [[θέση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 15 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, good order, Eust.26.27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ buena ordenación τῶν ὅπλων Eust.26.27, cf. 123.13.
German (Pape)
ἡ, gute Anordnung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
διευθέτησις: -εως, ἡ, τακτοποίησις, τάξις, Εὐστ. 26. 27.
Greek Monolingual
η (Μ διευθέτησις) διευθετώ
τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση
νεοελλ.
1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών
2. «έργα διευθετήσεως» — μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.)
μσν.
(για αστέρια) η σχετική θέση.