οἰκητός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(9)
 
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikitos
|Transliteration C=oikitos
|Beta Code=oi)khto/s
|Beta Code=oi)khto/s
|Definition=ή, όν (ός, όν v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inhabited</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>28</span>, <span class="bibl">39</span> ; <b class="b2">habitable</b>, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>26.5</span> ; οἰκία οἰκητή <span class="bibl">LXX<span class="title">Le.</span>25.29</span> ; ζώνη Plu.2.896b ; <b class="b3">οἰκητὸς</b> (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.28</span>.</span>
|Definition=οἰκητή, οἰκητόν (ός, όν v. infr.), [[inhabited]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''28, 39; [[habitable]], διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''26.5; οἰκία οἰκητή [[LXX]] ''Le.''25.29; ζώνη Plu.2.896b; [[οἰκητὸς]] (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.''Im.''2.28.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />[[habité]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκητός:''' [[населенный]], [[обитаемый]] ([[χῶρος]] Soph.).
}}
{{ls
|lstext='''οἰκητός''': -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· [[οἰκήσιμος]], οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκητός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> κατοικημένος (α. «ὁ [[τόπος]]... ἐστὶ μὴν [[οἰκητός]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκητὸς ([[αὐλή]]) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κατοικήσιμος]] («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκητός:''' -ή, -όν ([[οἰκέω]]), κατοικημένος, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκητός]], ή, όν [[οἰκέω]]<br />[[inhabited]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητός Medium diacritics: οἰκητός Low diacritics: οικητός Capitals: ΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: oikētós Transliteration B: oikētos Transliteration C: oikitos Beta Code: oi)khto/s

English (LSJ)

οἰκητή, οἰκητόν (ός, όν v. infr.), inhabited, S.OC28, 39; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5; οἰκία οἰκητή LXX Le.25.29; ζώνη Plu.2.896b; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκητός: населенный, обитаемый (χῶρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.

Greek Monolingual

οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).

Greek Monotonic

οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰκητός, ή, όν οἰκέω
inhabited, Soph.