ψευδάγχουσα: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdagchousa
|Transliteration C=psevdagchousa
|Beta Code=yeuda/gxousa
|Beta Code=yeuda/gxousa
|Definition=ἡ, [[bastard]] [[ἄγχουσα]], Plin.''HN''22.50.
|Definition=ἡ, false anchusa, [[bastard]] [[anchusa]], Lat. [[pseudoanchusa]], ([[Echium vulgare]]?) Plin.''HN''22.50.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ψευδής]] αγχουσίνη, ερυθρή [[χρωστική]] [[βαφή]] η οποία βρίσκεται [[κυρίως]] στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] Αlkanna tinctoria.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγχουσα]] «[[είδος]] φυτού»].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ψευδής]] αγχουσίνη, ερυθρή [[χρωστική]] [[βαφή]] η οποία βρίσκεται [[κυρίως]] στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] [[Alkanna tinctoria]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγχουσα]] «[[είδος]] φυτού»].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 22 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάγχουσα Medium diacritics: ψευδάγχουσα Low diacritics: ψευδάγχουσα Capitals: ΨΕΥΔΑΓΧΟΥΣΑ
Transliteration A: pseudánchousa Transliteration B: pseudanchousa Transliteration C: psevdagchousa Beta Code: yeuda/gxousa

English (LSJ)

ἡ, false anchusa, bastard anchusa, Lat. pseudoanchusa, (Echium vulgare?) Plin.HN22.50.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die falsche ἄγχουσα, Plin. H. N. 22, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάγχουσα: ἡ, ψευδὴς ἄγχουσα Plin. Ν. Η. 22. 20.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψευδής αγχουσίνη, ερυθρή χρωστική βαφή η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού σήμερα με την επιστημονική ονομασία Alkanna tinctoria.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄγχουσα «είδος φυτού»].