κρείττωσις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] | |mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾶν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:10, 23 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.
Greek Monolingual
κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾶν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).