ένειμι: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(12)
 
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῡτο γ' ἔνεστιν εἰπεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῑσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῑν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῑς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) <i>τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῖς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
}}
}}

Latest revision as of 21:10, 23 October 2024

Greek Monolingual

ἔνειμι (Α)
1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτιὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.)
2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.)
3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.)
4. απρόσ. ἔνεστι
είναι δυνατό (α. «ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς», Σοφ.
β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῖν», Δημοσθ.)
5. (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, είναι στο χέρι κάποιου («ὅμως δ' ἔνεστι, τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα», Σοφ.)
6. φρ. «χρόνος ἐνέσται» — θα χρειαστεί καιρός
7. (μτχ.) απόλ. ἐνόν
δυνατόν («ἐνόν αὐτοῖς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)
8. (μτχ. με άρθρο) τὸ ἐνόν
α) κάθε τι δυνατό («πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», Θουκ.)
β) στον πληθ. τὰ ἐνόντα
φορτίο ή προμήθειες πλοίου
γ) ἐκ τῶν ἐνόντων (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)
με όσα μέσα υπάρχουν στη διάθεση μας, πρόχειρα.