τήβεννος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (pape replacement) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tivennos | |Transliteration C=tivennos | ||
|Beta Code=th/bennos | |Beta Code=th/bennos | ||
|Definition=ἡ, = [[τήβεννα]]. | |Definition=ἡ, = [[τήβεννα]] ([[toga]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[manteau grec]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> [[toge]].<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] [[τήβεννα]], ἡ, auch [[τηβεννίς]], ἡ, u. [[τήβεννος]], ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und [[τημενίς]] geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>toga</i>]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>[[toga]]</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext= | |elrutext=[[τήβεννα]]: ἡ<br />[[римский плащ]], [[римская одежда]] (лат. [[toga]], [[paludamentum]] или [[trabea]]) Diod.: τ. λαμπρά Polyb. (лат. [[toga]] [[candida]]) кандидатская тога (соискателей государственных постов). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{wkpel | ||
| | |wkeltx=Η τόγκα (λατ. «toga» = τήβεννος) ήταν διακριτικό ένδυμα της Αρχαίας Ρώμης, υφασμάτινο ίσως 20 πόδια (6 μέτρα) σε μήκος, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από το σώμα και γενικά το φορούσαν πάνω από πουκάμισο. Η τήβεννος ήταν φτιαγμένη από μαλλί και το πουκάμισο συχνά ήταν φτιαγμένο από λινό. Μετά τον 2ο αιώνα π.Χ., η τήβεννος ήταν ένα ένδυμα που φοριέται αποκλειστικά από άνδρες, και μόνο Ρωμαίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να φορούν την τήβεννο. Στην ενετοκρατούμενη Ελλάδα οι ράφτες των ενετών ονομάζονταν ΤΟΓΓΕΣ. Ήταν Έλληνες που εργάζονταν για λογαριασμό των ενετών στρατιωτών ράβοντας τις στολές τους. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=The toga (/ˈtoʊɡə/, Classical Latin: [ˈt̪ɔ.ɡa]), a distinctive garment of ancient Rome, was a roughly semicircular cloth, between 12 and 20 feet (3.7 and 6.1 m) in length, draped over the shoulders and around the body. It was usually woven from white wool, and was worn over a tunic. In Roman historical tradition, it is said to have been the favored dress of Romulus, Rome's founder; it was also thought to have originally been worn by both sexes, and by the citizen-military. As Roman women gradually adopted the stola, the toga was recognized as formal wear for male Roman citizens. Women found guilty of adultery and women engaged in prostitution might have provided the main exceptions to this rule. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[toga]]=== | |||
Catalan: toga; Czech: tóga; Danish: toga; Esperanto: togo; Finnish: tooga; French: [[toge]]; Middle French: togue; Galician: toga; German: [[Toga]]; Greek: [[τόγκα]], [[τήβεννος]]; Ancient Greek: [[τήβεννα]], [[τήβεννος]]; Hungarian: tóga; Italian: [[toga]]; Korean: 토가; Latin: [[toga]]; Maltese: toga; Marathi: टोगा; Norwegian Bokmål: toga; Nynorsk: toga; Polish: toga; Portuguese: [[toga]]; Romanian: togă; Russian: [[тога]]; Slovak: tóga; Spanish: [[toga]]; Turkish: toga | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 24 October 2024
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.
German (Pape)
[Seite 1104] τήβεννα, ἡ, auch τηβεννίς, ἡ, u. τήβεννος, ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und τημενίς geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].
Russian (Dvoretsky)
τήβεννα: ἡ
римский плащ, римская одежда (лат. toga, paludamentum или trabea) Diod.: τ. λαμπρά Polyb. (лат. toga candida) кандидатская тога (соискателей государственных постов).
Wikipedia EL
Η τόγκα (λατ. «toga» = τήβεννος) ήταν διακριτικό ένδυμα της Αρχαίας Ρώμης, υφασμάτινο ίσως 20 πόδια (6 μέτρα) σε μήκος, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από το σώμα και γενικά το φορούσαν πάνω από πουκάμισο. Η τήβεννος ήταν φτιαγμένη από μαλλί και το πουκάμισο συχνά ήταν φτιαγμένο από λινό. Μετά τον 2ο αιώνα π.Χ., η τήβεννος ήταν ένα ένδυμα που φοριέται αποκλειστικά από άνδρες, και μόνο Ρωμαίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να φορούν την τήβεννο. Στην ενετοκρατούμενη Ελλάδα οι ράφτες των ενετών ονομάζονταν ΤΟΓΓΕΣ. Ήταν Έλληνες που εργάζονταν για λογαριασμό των ενετών στρατιωτών ράβοντας τις στολές τους.
Wikipedia EN
The toga (/ˈtoʊɡə/, Classical Latin: [ˈt̪ɔ.ɡa]), a distinctive garment of ancient Rome, was a roughly semicircular cloth, between 12 and 20 feet (3.7 and 6.1 m) in length, draped over the shoulders and around the body. It was usually woven from white wool, and was worn over a tunic. In Roman historical tradition, it is said to have been the favored dress of Romulus, Rome's founder; it was also thought to have originally been worn by both sexes, and by the citizen-military. As Roman women gradually adopted the stola, the toga was recognized as formal wear for male Roman citizens. Women found guilty of adultery and women engaged in prostitution might have provided the main exceptions to this rule.
Translations
toga
Catalan: toga; Czech: tóga; Danish: toga; Esperanto: togo; Finnish: tooga; French: toge; Middle French: togue; Galician: toga; German: Toga; Greek: τόγκα, τήβεννος; Ancient Greek: τήβεννα, τήβεννος; Hungarian: tóga; Italian: toga; Korean: 토가; Latin: toga; Maltese: toga; Marathi: टोगा; Norwegian Bokmål: toga; Nynorsk: toga; Polish: toga; Portuguese: toga; Romanian: togă; Russian: тога; Slovak: tóga; Spanish: toga; Turkish: toga