μεσοπόρος: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesoporos | |Transliteration C=mesoporos | ||
|Beta Code=mesopo/ros | |Beta Code=mesopo/ros | ||
|Definition=Ep. [[μεσσοπόρος]], ον, [[going in the middle]] or [[passing in the middle]], Opp.''H.''5.46; <b class="b3">μεσοπόρος δι' αἰθέρος</b> [[through mid-air]], E.''Ion''1152. | |Definition=Ep. [[μεσσοπόρος]], ον, [[going in the middle]] or [[passing in the middle]], Opp.''H.''5.46; <b class="b3">μεσοπόρος δι' αἰθέρος</b> [[through mid-air]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1152. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:38, 25 October 2024
English (LSJ)
Ep. μεσσοπόρος, ον, going in the middle or passing in the middle, Opp.H.5.46; μεσοπόρος δι' αἰθέρος through mid-air, E.Ion1152.
German (Pape)
[Seite 139] in der Mitte gehend, Opp. Hal. 5, 46; μεσόπορος, in der Mitte betreten, αἰθήρ, Eur. Ion 1152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 traversé au milieu;
2 qui marche au milieu.
Étymologie: μέσος, πορεύομαι.
Greek Monolingual
μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί στο μέσο
2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόρος (πρβλ. οδοιπόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -σσ- του μεσσοπόρος βλ. λ. μέσος)].
Greek Monotonic
μεσοπόρος: Επικ. μεσσ-, -ον, αυτός που προχωρεί στο μέσον, μεσοπόρος δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο μέσο της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.