ἀργυρώνητος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyronitos
|Transliteration C=argyronitos
|Beta Code=a)rgurw/nhtos
|Beta Code=a)rgurw/nhtos
|Definition=ον, [[bought with silver]], θεράποντες <span class="bibl">Hdt.4.72</span>; ὑφαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>949</span>; <b class="b3">ὁ ἀ</b>., i. e. [[slave]], <span class="bibl">Isoc.14.18</span>; ἀ. σέθεν <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>676</span>; ἀ. ἄμπελος <span class="title">PAvrom.</span>1<span class="title">A</span> 16 (i B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.198</span> (ii A.D.).
|Definition=ἀργυρώνητον, [[bought with silver]], θεράποντες [[Herodotus|Hdt.]]4.72; ὑφαί A.''Ag.''949; <b class="b3">ὁ ἀ.</b>, i.e. [[slave]], Isoc.14.18; ἀ. σέθεν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''676; ἀ. ἄμπελος ''PAvrom.''1''A'' 16 (i B.C.), cf. ''PLond.''2.198 (ii A.D.).
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργῠρώνητος''': -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ [[εἰσί]] σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ἀργ., δηλ. [[δοῦλος]], δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. [[σέθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 676.
|dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός [[LXX]] <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ . [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον [[LXX]] <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />acheté à prix d'argent ; ὁ [[ἀργυρώνητος]] esclave acheté à prix d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ὠνέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />acheté à prix d'argent ; ὁ [[ἀργυρώνητος]] esclave acheté à prix d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός [[LXX]] <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. . [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον [[LXX]] <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62.
|ptext=<i>für [[Geld]] [[gekauft]]</i>, ὑφαί Aesch. <i>Ag</i>. 923; bes. <i>ein erkaufter [[Sklave]]</i>, θεράποντες Her. 4.72; [[allein]], Isocr. 4.123; Eur. <i>Alc</i>. 676 und Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρώνητος:''' <b class="num">II</b> ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.<br />купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀργῠρώνητος''': -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ [[εἰσί]] σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. [[δοῦλος]], δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. [[σέθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 676.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀργῠρώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρώνητος:''' <b class="num">II</b> ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.<br />купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 12:57, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρώνητος Medium diacritics: ἀργυρώνητος Low diacritics: αργυρώνητος Capitals: ΑΡΓΥΡΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: argyrṓnētos Transliteration B: argyrōnētos Transliteration C: argyronitos Beta Code: a)rgurw/nhtos

English (LSJ)

ἀργυρώνητον, bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i.e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
acheté à prix d'argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.

German (Pape)

für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklave, θεράποντες Her. 4.72; allein, Isocr. 4.123; Eur. Alc. 676 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

bought with money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)