τομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tomaios
|Transliteration C=tomaios
|Beta Code=tomai=os
|Beta Code=tomai=os
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>101</span> (lyr.): (τομή):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cut]], [[cut off]], <b class="b3">βόστρυχος, χαίτα</b> (cf. τομή <span class="bibl">1</span>), <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>168</span>, E. l. c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[cut in pieces]], <b class="b3">ἄκος τ</b>. [[cut]] or [[shredded ready for use]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>539</span>, <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span> 268</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''101 (lyr.): ([[τομή]]):—<br><span class="bld">A</span> [[cut]], [[cut off]], [[βόστρυχος]], [[χαίτα]] (cf. [[τομή]] ''1''), A.''Ch.''168, E. l. c.<br><span class="bld">II</span> [[cut in pieces]], <b class="b3">ἄκος τ.</b> [[cut]] or [[shredded ready for use]], A.''Ch.''539, ''Supp.'' 268.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα [[τομαῖος]], Eur. Alc. 101; [[βόστρυχος]], Aesch. Ch. 166; [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα [[τομαῖος]], Eur. Alc. 101; [[βόστρυχος]], Aesch. Ch. 166; [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d'autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τομαῖος:''' и<br /><b class="num">1</b> [[отрезанный]], [[остриженный]] ([[βόστρυχος]] Aesch.; [[χαίτη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный ([[ἄκος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τομαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, ([[τομή]])· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, [[χαίτη]] (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, [[ἄκος]] τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε [[τέμνω]] ΙΙ.
|lstext='''τομαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, ([[τομή]])· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, [[χαίτη]] (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, [[ἄκος]] τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε [[τέμνω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d’autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -αία<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> κομμένος, αποκομμένος («[[χαίτη]] τ' [[οὔτις]] τομαῑος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με [[τομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκος]] τομαῑον» — ιαματικό [[φυτό]] κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για [[χρήση]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-ον, θηλ. και -αία<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> κομμένος, αποκομμένος («[[χαίτη]] τ' [[οὔτις]] τομαῖος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με [[τομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκος]] τομαῖον» — ιαματικό [[φυτό]] κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για [[χρήση]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τομαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[τομή]])·<br /><b class="num">I.</b> κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και [[έτοιμος]] για [[χρήση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τομαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[τομή]])·<br /><b class="num">I.</b> κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και [[έτοιμος]] για [[χρήση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τομαῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> отрезанный, остриженный ([[βόστρυχος]] Aesch.; [[χαίτη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный ([[ἄκος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τομαῖος]], η, ον [[τομή]]<br /><b class="num">I.</b> cut, cut off, Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> cut in pieces, cut or shredded [[ready]] for use, Aesch.
|mdlsjtxt=[[τομαῖος]], η, ον [[τομή]]<br /><b class="num">I.</b> cut, cut off, Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> cut in pieces, cut or shredded [[ready]] for use, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[cut off]]
}}
}}

Latest revision as of 12:59, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομαῖος Medium diacritics: τομαῖος Low diacritics: τομαίος Capitals: ΤΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: tomaîos Transliteration B: tomaios Transliteration C: tomaios Beta Code: tomai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):—
A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c.
II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

German (Pape)

[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d'autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.

Russian (Dvoretsky)

τομαῖος: и
1 отрезанный, остриженный (βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.);
2 нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный (ἄκος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῖος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῖον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (τομή
I. κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και έτοιμος για χρήση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τομαῖος, η, ον τομή
I. cut, cut off, Aesch., Eur.
II. cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.

English (Woodhouse)

cut off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)