κεναγγής: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kenaggis | |Transliteration C=kenaggis | ||
|Beta Code=kenaggh/s | |Beta Code=kenaggh/s | ||
|Definition= | |Definition=κεναγγές, ([[κενός]], [[ἄγγος]]) [[emptying the vessels of the body]]: hence, [[breeding famine]], ἄπλοια [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''188 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κεναγγής -ές [[[κενός]], [[ἄγγος]]] [[met lege vaten]], [[die het voedsel op laat raken]]:. ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ door windstilte met zijn uitgeputte voorraden Aeschl. Ag. 188. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:49, 29 October 2024
English (LSJ)
κεναγγές, (κενός, ἄγγος) emptying the vessels of the body: hence, breeding famine, ἄπλοια A.Ag.188 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1416] ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui vide les vases ; qui produit la famine.
Étymologie: κενός, ἄγγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεναγγής -ές [κενός, ἄγγος] met lege vaten, die het voedsel op laat raken:. ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ door windstilte met zijn uitgeputte voorraden Aeschl. Ag. 188.
Russian (Dvoretsky)
κεναγγής: опустошающий сосуды, т. е. создающий голод (ἄπλοια Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κεναγγής: -ές, (κενός, ἄγγος), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· ἐντεῦθεν ὁ παρασκευάζων λιμόν, ἄπλοια Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.
Greek Monolingual
κεναγγής, -ές (Α)
1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ' αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ» — από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, Αισχύλ.)
2. (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -αγγής (< ἄγγος «αγγείο»)].
Greek Monotonic
κεναγγής: -ές (κενός, ἄγγος), αυτός που αδειάζει αγγεία· αυτός που ενισχύει τον λιμό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κεν-αγγής, ές κενός, ἄγγος
emptying vessels: breeding famine, Aesch.