δομοσφαλής: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=domosfalis
|Transliteration C=domosfalis
|Beta Code=domosfalh/s
|Beta Code=domosfalh/s
|Definition=δομοσφαλές, [[shaking the house]], κτύπος A.''Ag.''1533 (lyr.).
|Definition=δομοσφαλές, [[shaking the house]], κτύπος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1533 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 21:52, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομοσφᾰλής Medium diacritics: δομοσφαλής Low diacritics: δομοσφαλής Capitals: ΔΟΜΟΣΦΑΛΗΣ
Transliteration A: domosphalḗs Transliteration B: domosphalēs Transliteration C: domosfalis Beta Code: domosfalh/s

English (LSJ)

δομοσφαλές, shaking the house, κτύπος A.Ag.1533 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δομοσφᾰλής) -ές
que destruye la casa δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ τὸν αἱματηρόν A.A.1533.

German (Pape)

[Seite 656] ές, das Haus erschütternd; ὄμβρου κτύπος Aesch. Ag. 1515.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait écrouler les maisons.
Étymologie: δόμος, σφάλλω.

Russian (Dvoretsky)

δομοσφᾰλής: потрясающий домом, т. е. разрушительный (ὄμβρου κτύπος αἱματηρός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δομοσφᾰλής: -ές, διασείων τὸν οἶκον, καταρρίπτων αὐτόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533.

Greek Monolingual

δομοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι.

Greek Monotonic

δομοσφᾰλής: -ές (σφάλλω), αυτός που σείει, ταρακουνά, γκρεμίζει το σπίτι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δομο-σφᾰλής, ές adj σφάλλω
shaking the house, Aesch.