μυχόθεν: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(26)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mychothen
|Transliteration C=mychothen
|Beta Code=muxo/qen
|Beta Code=muxo/qen
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">from the inmost part of the house, from the women's chambers</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>96</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>35</span> (lyr.).</span>
|Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''96 (anap.), ''Ch.''35 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, [[φόβος]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε Ch. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, [[φόβος]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε Ch. 35.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[du fond]].<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], [[-θεν]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόθεν:''' adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.
|lstext='''μῠχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>adv.</i><br />du fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -θεν.
|mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> [[θεόθεν]], [[κυκλόθεν]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>θεν</i>, <i>κυκλό</i>-<i>θεν</i>)].
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. from the [[inmost]] [[part]] of the [[house]], from the women's chambers, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:54, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόθεν Medium diacritics: μυχόθεν Low diacritics: μυχόθεν Capitals: ΜΥΧΟΘΕΝ
Transliteration A: mychóthen Transliteration B: mychothen Transliteration C: mychothen Beta Code: muxo/qen

English (LSJ)

Adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.

French (Bailly abrégé)

adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.

Greek Monolingual

μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεόθεν, κυκλόθεν)].

Greek Monotonic

μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.