ἡλιοστερής: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(CSV import) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=hēliosterēs | |Transliteration B=hēliosterēs | ||
|Transliteration C=iliosteris | |Transliteration C=iliosteris | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*(hliosterh/s | ||
|Definition=ές, < | |Definition=ἡλιοστερές, [[depriving of sun]], i.e. [[shading from the sun]], [[epithet]] of the Thessalian hat, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]'' 313. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ές, der Sonne beraubend, d. h. die Sonne abwehrend, Schatten machend, κυνῆ Θετταλίς Soph. O. C. 313. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui protège contre le soleil (<i>propr.</i> qui prive du soleil).<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στερέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡλιοστερής:''' [[защищающий от солнца]] ([[κυνῆ]] [[Θεσσαλίς]] Soph.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡλιοστερής''': -ές, ἀποστερῶν τὸν ἥλιον, δηλ. σκιάζων, ἐπίθ. τοῦ θεσσαλικοῦ πίλου, Σοφ. Ο. Κ. 313· ὁ Κοραῆς προτείνει ἡλιοστεγής, ὁ δὲ Nauck ἡλιοσκεπής. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλιοστερής]], -ές (Α)<br />(για το θεσσαλικό [[καπέλο]]) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το [[πρόσωπο]], αυτός που σκιάζει το [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στερης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), [[πρβλ]]. [[αργυροστερής]], [[ομματοστερής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡλιοστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡλιο-στερής, ές [[στερέω]]<br />depriving of sun, i. e. [[shading]] from the sun, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 30 October 2024
English (LSJ)
ἡλιοστερές, depriving of sun, i.e. shading from the sun, epithet of the Thessalian hat, S.OC 313.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, der Sonne beraubend, d. h. die Sonne abwehrend, Schatten machend, κυνῆ Θετταλίς Soph. O. C. 313.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui protège contre le soleil (propr. qui prive du soleil).
Étymologie: ἥλιος, στερέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοστερής: защищающий от солнца (κυνῆ Θεσσαλίς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοστερής: -ές, ἀποστερῶν τὸν ἥλιον, δηλ. σκιάζων, ἐπίθ. τοῦ θεσσαλικοῦ πίλου, Σοφ. Ο. Κ. 313· ὁ Κοραῆς προτείνει ἡλιοστεγής, ὁ δὲ Nauck ἡλιοσκεπής.
Greek Monolingual
ἡλιοστερής, -ές (Α)
(για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυροστερής, ομματοστερής].
Greek Monotonic
ἡλιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἡλιο-στερής, ές στερέω
depriving of sun, i. e. shading from the sun, Soph.