μεγαλορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ὁ, = [[μεγαλοπράγμων]], | |ptext=ὁ, = [[μεγαλοπράγμων]], Adamant. <i>phys</i>. 2.27. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:29, 31 October 2024
English (LSJ)
μεγαλορρέκτου, ὁ, one who does great things, Adam.2.39.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξος ἢ πλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
Greek Monolingual
μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακορρέκτης, χειρορρέκτης].
German (Pape)
ὁ, = μεγαλοπράγμων, Adamant. phys. 2.27.