παντέλειος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(9)
 
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panteleios
|Transliteration C=panteleios
|Beta Code=pante/leios
|Beta Code=pante/leios
|Definition=ον, later form of <b class="b3">παντελής</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in pure perfection</b>, νοῦς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>53</span> codd., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>; σοφία <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>1p.419M.</span>; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>64</span>; <b class="b3">π. ἀριθμός</b> (i.e. ten) <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>72</span> H.; δεκὰς ἡ π. <span class="bibl">Id.1.10</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. <b class="b2">the consummation</b> (i. e. <b class="b2">the chief day</b>) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. <span class="bibl">Ath.14.647a</span>. Adv. -είως Erot. s.v. [[ἀπαρτί]].</span>
|Definition=παντέλειον, later form of [[παντελής]], [[in pure perfection]], νοῦς [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 53 codd., Porph.''Sent.''22; σοφία Hierocl. ''in CA''1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.''Inst.''64; <b class="b3">παντέλειος ἀριθμός</b> (i.e. ten) Ph.''Fr.''72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; <b class="b3">τὰ π.</b> [[the consummation]] (i.e. the [[chief]] [[day]]) of the [[Thesmophoria]] at [[Syracuse]], Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. [[παντελείως]] Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαρτί]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0463.png Seite 463]] = [[παντελής]], τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
}}
{{ls
|lstext='''παντέλειος''': -ον, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[παντελής]], ἴδε τὸ προηγ.· τὰ [[παντέλεια]], ἡ τελευταία [[ἡμέρα]] τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα [[τέλειος]], σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] ([[πρβλ]]. [[υπερτέλειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλειος Medium diacritics: παντέλειος Low diacritics: παντέλειος Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pantéleios Transliteration B: panteleios Transliteration C: panteleios Beta Code: pante/leios

English (LSJ)

παντέλειον, later form of παντελής, in pure perfection, νοῦς Thphr. Fragmenta 53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; παντέλειος ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i.e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. παντελείως Erot. s.v. ἀπαρτί.

German (Pape)

[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερτέλειος)].