ἡμερόβιος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerovios
|Transliteration C=imerovios
|Beta Code=h(mero/bios
|Beta Code=h(mero/bios
|Definition=ἡμερόβιον, [[living for a day]]: <b class="b3">τὸ ἡ.</b>, = <b class="b3">τὸ ἐφήμερον</b>, [[an insect]], esp. [[may-fly]], [[Theophrastus]] ''Metaph.''29, Plin.''HN''11.120; of Diogenes, [[living from hand to mouth]], Satyr. ap. Porph.''Abst.''p.270 N.
|Definition=ἡμερόβιον, [[living for a day]]: <b class="b3">τὸ ἡ.</b>, = <b class="b3">τὸ ἐφήμερον</b>, [[an insect]], esp. [[may-fly]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Metaph.''29, Plin.''HN''11.120; of Diogenes, [[living from hand to mouth]], Satyr. ap. Porph.''Abst.''p.270 N.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:43, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόβῐος Medium diacritics: ἡμερόβιος Low diacritics: ημερόβιος Capitals: ΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hēmeróbios Transliteration B: hēmerobios Transliteration C: imerovios Beta Code: h(mero/bios

English (LSJ)

ἡμερόβιον, living for a day: τὸ ἡ., = τὸ ἐφήμερον, an insect, esp. may-fly, Thphr. Metaph.29, Plin.HN11.120; of Diogenes, living from hand to mouth, Satyr. ap. Porph.Abst.p.270 N.

German (Pape)

[Seite 1166] in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόβῐος: -ον, ζῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, τό ἡμ. = τό ἐφήμερον, ἔντομόν τι, Πλίν. 11. 43· ἐπὶ ἐπαιτῶν, ἰδίως ἐπὶ τοῦ Διογένους, κτλ., ζῶν διὰ τοῦ τῆς ἡμέρας κέρδους, Σάτυρ. παρ’ Ἱερων. 2. 207. πρβλ. Θεόγνωστ. ἐν Α. Β. 1381.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρόβιος, υδρόβιος].