στεφανωτρίς: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stefanotris | |Transliteration C=stefanotris | ||
|Beta Code=stefanwtri/s | |Beta Code=stefanwtri/s | ||
|Definition=-ίδος, ἡ, of or [[fit for a crown]] or [[wreath]], Apolloph.5; [[βύβλος]] Theopomp. Hist.22(c), cf. [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 142: also [[στεφανωτίς]], μυρρίναι Id.''HP''5.8.3. | |Definition=-ίδος, ἡ, of or [[fit for a crown]] or [[wreath]], Apolloph.5; [[βύβλος]] Theopomp. Hist.22(c), cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 142: also [[στεφανωτίς]], μυρρίναι Id.''HP''5.8.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:44, 2 November 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, of or fit for a crown or wreath, Apolloph.5; βύβλος Theopomp. Hist.22(c), cf. Thphr. Fragmenta 142: also στεφανωτίς, μυρρίναι Id.HP5.8.3.
German (Pape)
[Seite 940] ἡ, zu Kränzen gehörig, geschickt; μυῤῥίνη, Poll. 1, 27; βίβλος, Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
adj. f.
propre à faire des couronnes.
Étymologie: στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) adj. f служащая для плетения венков, идущая на венки (βίβλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφανωτρίς: ίδος-, ἡ, ἀνήκπυσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς στέφανον ἢ στέμμα, ἡ χρησιμεύουσα πρὸς κατασκευὴν στεφάνων, Ἀπόλλοφάν. ἐν «Κρήτ.» 1· βύβλος Θεοπόμπ. Ἱστ. 168, πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 36· ὡσαύτως στεφανωτίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 255.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα
2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα -τρίς (θηλ. του -της), πρβλ. κληρωτρίς.