παραληπτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraliptos
|Transliteration C=paraliptos
|Beta Code=paralhpto/s
|Beta Code=paralhpto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be received]], opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>93b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[deserving of inclusion]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.17</span>.</span>
|Definition=παραληπτή, παραληπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[to be received]], opp. [[παραδοτός]], ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.''Men.''93b.<br><span class="bld">II</span> [[deserving of inclusion]], [[to be accepted]], Chrysipp.Stoic.3.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] angenommen, annehmbar, Ggstz [[παραδοτός]], Plat. Men. 93 b u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] [[angenommen]], [[annehmbar]], <span class="ggns">Gegensatz</span> [[παραδοτός]], Plat. Men. 93 b u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut prendre avec soi]], [[dont on ne peut se charger]].<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] [[over te nemen]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραληπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущий быть перенятым]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[могущий быть примененным]], [[применимый]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ [[ἐφαρμόσιμος]], [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραληπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> могущий быть перенятым Plat.;<br /><b class="num">2)</b> могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρα-[[ληπτός]], ή, όν<br />to be accepted, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 16:13, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραληπτός Medium diacritics: παραληπτός Low diacritics: παραληπτός Capitals: ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: paralēptós Transliteration B: paralēptos Transliteration C: paraliptos Beta Code: paralhpto/s

English (LSJ)

παραληπτή, παραληπτόν,
A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b.
II deserving of inclusion, to be accepted, Chrysipp.Stoic.3.17.

German (Pape)

[Seite 487] angenommen, annehmbar, Gegensatz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.

Russian (Dvoretsky)

παραληπτός:
1 могущий быть перенятым Plat.;
2 могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.