ἐνομιλέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[ἐνομιλῶ]] :<br />[[se familiariser avec]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁμιλέω]].
|btext=[[ἐνομιλῶ]] :<br />[[se familiariser avec]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 16:59, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνομῑλέω Medium diacritics: ἐνομιλέω Low diacritics: ενομιλέω Capitals: ΕΝΟΜΙΛΕΩ
Transliteration A: enomiléō Transliteration B: enomileō Transliteration C: enomileo Beta Code: e)nomile/w

English (LSJ)

A = ὁμιλέω ἐν... D.C.43.15; τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ φθαρτοῖς Ph.1.363, al.
II to be well acquainted with, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41.
III Pass., to be made familiar, εὐθὺς ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.p.32 W.

Spanish (DGE)

I pres. y aor.
1 c. suj. y dat. de pers. tener trato, relacionarse προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.Luc.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.Res.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.Her.75.19
fig. c. suj. y dat. abstr. armonizar, congeniar, acomodarse ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.
2 c. dat. de lugar residir μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.VA 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.
3 prenderse, engancharse fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.Or.M.85.337A.
II en perf.
1 estar habituado a o familiarizado con, estar hecho a τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.in Ps.cat.887.
2 en v. med., c. suj. abstr. serle familiar a uno ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.Contempt.32.24.

German (Pape)

[Seite 849] darin verkehren, Sp.; τῇ πόλει Philostr., τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plut. Anton. 41, damit bekannt geworden.

French (Bailly abrégé)

ἐνομιλῶ :
se familiariser avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁμιλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνομῑλέω: общаться, знакомиться, осваиваться (τοῖς ἤθεσί τινος ἐνωμιληκώς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνομιλέω: ὁμιλέω ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, λαμβάνω, πεῖραν, γνωρίζω, Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41.

Greek Monotonic

ἐνομῑλέω: = ὁμιλέω ἐν, έρχομαι σε γνωριμία με κάτι, εξοικειώνομαι, με δοτ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

= ὁμιλέω ἐν]
to be well acquainted with a thing, c. dat., Plut.