σαρδών: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(36)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sardon
|Transliteration C=sardon
|Beta Code=sardw/n
|Beta Code=sardw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the rope sustaining the upper edge of a hunting-net</b>, <span class="bibl">Poll.5.31</span>, Hsch.; cf. [[σαρδόνιον]].</span>
|Definition=-όνος, ἡ, the [[rope sustaining the upper edge of a hunting-net]], Poll.5.31, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σαρδόνιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere [[σαρδόνιον]] schreiben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere [[σαρδόνιον]] schreiben.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρδών:''' όνος ὁ Xen. [[varia lectio|v.l.]] = [[σαρδόνιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, [[Πολυδ]]. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]].
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδών Medium diacritics: σαρδών Low diacritics: σαρδών Capitals: ΣΑΡΔΩΝ
Transliteration A: sardṓn Transliteration B: sardōn Transliteration C: sardon Beta Code: sardw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.

German (Pape)

[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.

Russian (Dvoretsky)

σαρδών: όνος ὁ Xen. v.l. = σαρδόνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].