απεραντοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] απέραντο, το υπερβολικό [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> ο [[απέραντος]] [[κόσμος]], το [[άπειρο]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] απέραντο, το υπερβολικό [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> ο [[απέραντος]] [[κόσμος]], το [[άπειρο]].
}}
{{trml
|trtx====[[immensity]]===
Greek: [[απεραντοσύνη]]; Ancient Greek: [[ἄβυσσος]], [[ἀκαταλημψία]], [[ἀκαταληψία]], [[ἀμετρησίη]], [[ἀμετρία]], [[ἀμπτυχή]], [[ἀναπτυχή]], [[ἀπειρομεγέθες]], [[ἀπληστία]], [[ἀχάνεια]], [[πέλαγος]], [[τὸ ἀκατάληπτον]], [[τὸ ἀσυνείκαστον]], [[τὸ ἀχανές]]; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: [[immensità]], [[oceano]], [[immanità]]; Latin: [[immanitas]]; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: [[imensidade]]; Spanish: [[inmensidad]]
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 9 November 2024

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κάτι απέραντο, το υπερβολικό μέγεθος
2. ο απέραντος κόσμος, το άπειρο.

Translations

immensity

Greek: απεραντοσύνη; Ancient Greek: ἄβυσσος, ἀκαταλημψία, ἀκαταληψία, ἀμετρησίη, ἀμετρία, ἀμπτυχή, ἀναπτυχή, ἀπειρομεγέθες, ἀπληστία, ἀχάνεια, πέλαγος, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀσυνείκαστον, τὸ ἀχανές; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: immensità, oceano, immanità; Latin: immanitas; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: imensidade; Spanish: inmensidad