μελανόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanofyllos
|Transliteration C=melanofyllos
|Beta Code=melano/fullos
|Beta Code=melano/fullos
|Definition=ον, = [[μελάμφυλλος]], ἴων πτερά <span class="bibl">Chaerem. 14.13</span>.
|Definition=μελανόφυλλον, = [[μελάμφυλλος]], [[dark-leaved]], ἴων πτερά Chaerem. 14.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] = [[μελάμφυλλος]], schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] = [[μελάμφυλλος]], [[schwarzblätterig]], ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 13:16, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφυλλος Medium diacritics: μελανόφυλλος Low diacritics: μελανόφυλλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: melanóphyllos Transliteration B: melanophyllos Transliteration C: melanofyllos Beta Code: melano/fullos

English (LSJ)

μελανόφυλλον, = μελάμφυλλος, dark-leaved, ἴων πτερά Chaerem. 14.13.

German (Pape)

[Seite 120] = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφυλλος: -ον, = μελάμφυλλος, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος -ον)
αυτός που έχει μαύρα φύλλα
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον
το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύφυλλος)].