μελανόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(13_1)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanofyllos
|Transliteration C=melanofyllos
|Beta Code=melano/fullos
|Beta Code=melano/fullos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μελάμφυλλος]], ἴων πτερά <span class="bibl">Chaerem. 14.13</span>.</span>
|Definition=μελανόφυλλον, = [[μελάμφυλλος]], [[dark-leaved]], ἴων πτερά Chaerem. 14.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] = [[μελάμφυλλος]], schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] = [[μελάμφυλλος]], [[schwarzblätterig]], ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
}}
{{ls
|lstext='''μελᾰνόφυλλος''': -ον, = [[μελάμφυλλος]], ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελανόφυλλος]], και [[μελάμφυλλος]] -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που σκιάζεται από φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελάμφυλλον</i><br />το ποώδες και διακοσμητικό [[φυτό]] [[άκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλο]] ([[πρβλ]]. [[πλατύφυλλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφυλλος Medium diacritics: μελανόφυλλος Low diacritics: μελανόφυλλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: melanóphyllos Transliteration B: melanophyllos Transliteration C: melanofyllos Beta Code: melano/fullos

English (LSJ)

μελανόφυλλον, = μελάμφυλλος, dark-leaved, ἴων πτερά Chaerem. 14.13.

German (Pape)

[Seite 120] = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφυλλος: -ον, = μελάμφυλλος, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος -ον)
αυτός που έχει μαύρα φύλλα
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον
το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύφυλλος)].