κμητός: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(7) |
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kmitos | |Transliteration C=kmitos | ||
|Beta Code=kmhto/s | |Beta Code=kmhto/s | ||
|Definition= | |Definition=κμητή, κμητόν, [[wrought]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''521.31:—found only in compounds κνᾰδάλλω, = [[κνάω]], [[scratch]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κνάζει· [[βοηθεῖ]], Id. κναίω, = [[κνάω]], prob.l. for [[καινιεῖ]], [[LXX]] ''Si.''38.28:—elsewhere only in compounds κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. [[κνημίς]]. κνάμπτω, v. [[κνάπτω]]. κνάξ· <b class="b3">γάλα λευκόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[κναξζβί]] (cj. [[κνάξ]]) Thespis 4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1459.png Seite 1459]] adj. verb. zu [[κάμνω]], gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κμητός]], -ή, -όν (Α)<br />φτιαγμένος, κατεργασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κμη</i>- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>καμᾶ</i> (<i>K</i><sup>ο</sup><i>me</i><i>ә</i><sub>2</sub>) του ρ. [[κάμνω]] ([[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κμη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[ανδρόκμητος]], [[πολυκμητος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 11 November 2024
English (LSJ)
κμητή, κμητόν, wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compounds κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. κνάζει· βοηθεῖ, Id. κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXX Si.38.28:—elsewhere only in compounds κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. κνημίς. κνάμπτω, v. κνάπτω. κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. κναξζβί (cj. κνάξ) Thespis 4.
German (Pape)
[Seite 1459] adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.
Greek (Liddell-Scott)
κμητός: -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., πολύκμητος, κτλ.
Greek Monolingual
κμητός, -ή, -όν (Α)
φτιαγμένος, κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα της ρίζας καμᾶ (Kοmeә2) του ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ-κμη-κα) + επίθημα -τός. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (πρβλ. ανδρόκμητος, πολυκμητος)].