κμητός: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(7)
 
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kmitos
|Transliteration C=kmitos
|Beta Code=kmhto/s
|Beta Code=kmhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrought</b>, Hsch., <span class="title">EM</span>521.31:—found only in compds. κνᾰδάλλω, = [[κνάω]], <b class="b2">scratch</b>, Hsch. κνάζει· <b class="b3">βοηθεῖ</b>, Id. κναίω, = [[κνάω]], prob.l. for <b class="b3">καινιεῖ</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>38.28</span>:— elsewh. only in compds. κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. [[κνημίς]]. κνάμπτω, v. [[κνάπτω]]. κνάξ· <b class="b3">γάλα λευκόν</b>, Hsch.; cf. κναξζβί (cj.<b class="b3">κνάξ</b>) <span class="bibl">Thespis 4</span>.</span>
|Definition=κμητή, κμητόν, [[wrought]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''521.31:—found only in compounds κνᾰδάλλω, = [[κνάω]], [[scratch]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κνάζει· [[βοηθεῖ]], Id. κναίω, = [[κνάω]], prob.l. for [[καινιεῖ]], [[LXX]] ''Si.''38.28:—elsewhere only in compounds κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. [[κνημίς]]. κνάμπτω, v. [[κνάπτω]]. κνάξ· <b class="b3">γάλα λευκόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[κναξζβί]] (cj. [[κνάξ]]) Thespis 4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1459.png Seite 1459]] adj. verb. zu [[κάμνω]], gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.
}}
{{ls
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κμητός]], -ή, -όν (Α)<br />φτιαγμένος, κατεργασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κμη</i>- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>καμᾶ</i> (<i>K</i><sup>ο</sup><i>me</i><i>ә</i><sub>2</sub>) του ρ. [[κάμνω]] ([[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κμη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[ανδρόκμητος]], [[πολυκμητος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμητός Medium diacritics: κμητός Low diacritics: κμητός Capitals: ΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: kmētós Transliteration B: kmētos Transliteration C: kmitos Beta Code: kmhto/s

English (LSJ)

κμητή, κμητόν, wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compounds κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. κνάζει· βοηθεῖ, Id. κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXX Si.38.28:—elsewhere only in compounds κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. κνημίς. κνάμπτω, v. κνάπτω. κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. κναξζβί (cj. κνάξ) Thespis 4.

German (Pape)

[Seite 1459] adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.

Greek (Liddell-Scott)

κμητός: -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., πολύκμητος, κτλ.

Greek Monolingual

κμητός, -ή, -όν (Α)
φτιαγμένος, κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα της ρίζας καμᾶ (Kοmeә2) του ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ-κμη-κα) + επίθημα -τός. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (πρβλ. ανδρόκμητος, πολυκμητος)].