χώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chorima
|Transliteration C=chorima
|Beta Code=xw/rhma
|Beta Code=xw/rhma
|Definition=-ατος, τό, [[space]], [[room]], Gp.4.1.16, ''PMag.Par.''1.1087, Secund.''Sent.''15; [[cavity]], τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: [[receptacle]], c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.''Marc.''21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.
|Definition=-ατος, τό, [[space]], [[room]], Gp.4.1.16, ''PMag.Par.''1.1087, [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''15; [[cavity]], τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: [[receptacle]], c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.''Marc.''21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρημα Medium diacritics: χώρημα Low diacritics: χώρημα Capitals: ΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: chṓrēma Transliteration B: chōrēma Transliteration C: chorima Beta Code: xw/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, space, room, Gp.4.1.16, PMag.Par.1.1087, Secund.Sent.15; cavity, τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: receptacle, c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.Marc.21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.

German (Pape)

[Seite 1387] τό, Raum, Spielraum, Platz, bes. Raum, Etwas zu fassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώρημα: τό, τόπος, χῶρος, διάστημα, Γεωπον. 4. 1, 16· μάλιστα, θήκη χωροῦσά τι, μετὰ γεν., χώρημά ἐστι (τὸ χόριον) τοῦ ἐμβρύου Γαλην. τ. 19, 454, 17.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ χωρῶ
(κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων.
β. «χώρημα τοῦ πονηροῦ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.)
αρχ.
1. κοιλότητα
2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα («χώρημά ἐστι [τὸ χόριον] τοῦ ἐμβρύου», Γαλ.).