ἁμιλλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
m (Text replacement - "adj" to "adj")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amillitir
|Transliteration C=amillitir
|Beta Code=a(millhth/r
|Beta Code=a(millhth/r
|Definition=ῆρος, [[racing]], τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1065</span>.
|Definition=ἁμιλλητῆρος, [[racing]], τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1065.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:48, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμιλλητήρ Medium diacritics: ἁμιλλητήρ Low diacritics: αμιλλητήρ Capitals: ΑΜΙΛΛΗΤΗΡ
Transliteration A: hamillētḗr Transliteration B: hamillētēr Transliteration C: amillitir Beta Code: a(millhth/r

English (LSJ)

ἁμιλλητῆρος, racing, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου S.Ant.1065.

Spanish (DGE)

-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj.
1 de la carrera κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν sabe que no cumplirás ya muchas vueltas de la carrera del sol e.d. no verás ya muchos días S.Ant.1065.
2 rival δίφρος Nonn.D.37.356, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.7.41, φονῆες Nonn.Par.Eu.Io.19.24, c. gen. (μῦθον) ἁμιλλητῆρα σιωπῆς Nonn.Par.Eu.Io.16.17.
II subst. rival γαμίης φιλότητος Nonn.D.6.80, ἐρώτων Nonn.D.6.12.

German (Pape)

[Seite 125] ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui lutte dans une course : μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν SOPH (que) tu n'accompliras pas beaucoup de courses émules du soleil, càd (que) le cours de ta vie n'égalera pas plusieurs révolutions du soleil.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁμιλλητήρ: ῆρος adj. состязающийся (в беге), т. е. быстро движущийся, стремительный (τρόχοι ἡλίου Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμιλλητήρ: ῆρος, ἀνταγωνιστής, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Σοφοκλ. Ἀντ. 1065, ἴδε ἐν λ. τρόχος Β.

Greek Monolingual

ἁμιλλητὴρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τήρ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμιλλητήριος].

Greek Monotonic

ἁμιλλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἁμιλλάομαι), ανταγωνιστής στον αγώνα, βλ. τρόχος Β.

Middle Liddell

ἁμιλλάομαι
a competitor in the race, v. τρόχος B.