ἀσπιδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aspidiforos
|Transliteration C=aspidiforos
|Beta Code=a)spidhfo/ros
|Beta Code=a)spidhfo/ros
|Definition=ἀσπιδηφόρον, [[shield-bearing]], of warriors, Id.''Th.''19; [[κῶμος]] ἀσπιδηφόρος E.''Supp.''390: Subst., Id.''Ba.''781.
|Definition=ἀσπιδηφόρον, [[shield-bearing]], of warriors, Id.''Th.''19; [[κῶμος]] ἀσπιδηφόρος [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''390: Subst., Id.''Ba.''781.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:28, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδηφόρος Medium diacritics: ἀσπιδηφόρος Low diacritics: ασπιδηφόρος Capitals: ΑΣΠΙΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aspidēphóros Transliteration B: aspidēphoros Transliteration C: aspidiforos Beta Code: a)spidhfo/ros

English (LSJ)

ἀσπιδηφόρον, shield-bearing, of warriors, Id.Th.19; κῶμος ἀσπιδηφόρος E.Supp.390: Subst., Id.Ba.781.

Spanish (DGE)

-ον
portador de escudo λεώς A.A.825, cf. Th.19, κῶμος E.Supp.390
subst. como cuerpo de soldados en el ejército portador del escudo pesado E.Ba.781.

German (Pape)

[Seite 373] schildtragend, οἰκιστήρ Aesch. Spt. 19. – Subst., Eur. Bacch. 780 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηφόρος: щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; κῶμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 19, Ἀγ. 825, ἔνθα ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἡμαρτημένου ἀσπιδηστρόφος· κῶμος ἀσπ. Εὐρ. Ἱκ. 390· πρβλ. τὸ προηγ.

Greek Monolingual

ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Greek Monotonic

ἀσπῐδηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

φέρω
shield-bearing, Aesch., Eur.