παρακλήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(9)
 
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraklitor
|Transliteration C=paraklitor
|Beta Code=paraklh/twr
|Beta Code=paraklh/twr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who encourages, comforter</b>, <b class="b3">παρακλήτορες κακῶν</b>, = [[κακοὶ π]]., <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>16.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">suppliant</b>, τινος Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>147</span> ; but <b class="b3">π. Ζεύς</b>, = [[ἱκέσιος]], ib.<span class="bibl">345</span>.</span>
|Definition=-ορος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who encourages]], [[comforter]], <b class="b3">παρακλήτορες κακῶν</b>, = [[κακοὶ π]]., [[LXX]] ''Jb.''16.2.<br><span class="bld">2</span> [[suppliant]], τινος Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''147; but <b class="b3">π. Ζεύς</b>, = [[ἱκέσιος]], ib.345.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0483.png Seite 483]] ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.
}}
{{ls
|lstext='''παρακλήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ διὰ λόγων διεγείρων, προτρέπων, παρακλήτορες κακῶν = κακοὶ π. Ἑβδ. (Ἰωβ ΙϚ΄, 2), πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 736. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακλήτορες· παρμυθηταί». 2) = Παράκλητος, Νομοκ. Coteler 91. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 317.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, θηλ. [[παρακλήτρια]], ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[παράκλητος]]·<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα [[λόγια]] του<br /><b>2.</b> αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί<br /><b>3.</b> [[παρήγορος]]<br /><b>4.</b> (για τον Δία) ο [[ικέσιος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι παρακλήτορες</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραμυθηταί» <br />β) ([[κατά]] τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρακαλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[γεννήτωρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλήτωρ Medium diacritics: παρακλήτωρ Low diacritics: παρακλήτωρ Capitals: ΠΑΡΑΚΛΗΤΩΡ
Transliteration A: paraklḗtōr Transliteration B: paraklētōr Transliteration C: paraklitor Beta Code: paraklh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A one who encourages, comforter, παρακλήτορες κακῶν, = κακοὶ π., LXX Jb.16.2.
2 suppliant, τινος Sch.E.Hec.147; but π. Ζεύς, = ἱκέσιος, ib.345.

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διὰ λόγων διεγείρων, προτρέπων, παρακλήτορες κακῶν = κακοὶ π. Ἑβδ. (Ἰωβ ΙϚ΄, 2), πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 736. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακλήτορες· παρμυθηταί». 2) = Παράκλητος, Νομοκ. Coteler 91. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 317.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ
μσν.
παράκλητος·
αρχ.
1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του
2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί
3. παρήγορος
4. (για τον Δία) ο ικέσιος
5. στον πληθ. οι παρακλήτορες
α) (κατά τον Ησύχ.) «παραμυθηταί»
β) (κατά τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].