δημοχαριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(1b)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dimocharistis
|Transliteration C=dimocharistis
|Beta Code=dhmoxaristh/s
|Beta Code=dhmoxaristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mob-courtier</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>132</span> (anap.).</span>
|Definition=δημοχαριστοῦ, ὁ, [[mob-courtier]], [[admirer of the people]], [[flatterer of the people]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''132 (anap.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ<br />[[adulador del pueblo]] [[Λαερτιάδης]] E.<i>Hec</i>.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δημοχᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς [[δημοχαριστής]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[courtisan du peuple]].<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=οῦ () :<br />courtisan du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
|elnltext=δημοχαριστής -οῦ, &#91;[[δῆμος]], [[χαρίζομαι]]] [[vleier van het volk]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ<br />[[adulador del pueblo]] Λαερτιάδης E.<i>Hec</i>.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.
|elrutext='''δημοχᾰριστής:''' ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый ([[Λαερτιάδης]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δημοχᾰριστής:''' -οῦ, ὁ ([[χαρίζομαι]]), [[κόλακας]] του λαού, [[δημοκόλακας]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δημοχᾰριστής:''' -οῦ, ὁ ([[χαρίζομαι]]), [[κόλακας]] του λαού, [[δημοκόλακας]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημοχᾰριστής:''' ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый ([[Λαερτιάδης]] Eur.).
|lstext='''δημοχᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς [[δημοχαριστής]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χαρίζομαι]]<br />a mob-[[courtier]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοχᾰριστής Medium diacritics: δημοχαριστής Low diacritics: δημοχαριστής Capitals: ΔΗΜΟΧΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmocharistḗs Transliteration B: dēmocharistēs Transliteration C: dimocharistis Beta Code: dhmoxaristh/s

English (LSJ)

δημοχαριστοῦ, ὁ, mob-courtier, admirer of the people, flatterer of the people, E.Hec.132 (anap.).

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] vleier van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημοχᾰριστής: ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый (Λαερτιάδης Eur.).

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

Middle Liddell

χαρίζομαι
a mob-courtier, Eur.