ἀμφικρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(3)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikrypto
|Transliteration C=amfikrypto
|Beta Code=a)mfikru/ptw
|Beta Code=a)mfikru/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cover</b> or <b class="b2">hide on every side</b>, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>907</span>.</span>
|Definition=[[cover]] or [[hide on every side]], τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''907.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀμφικρύπτω''': [[περικαλύπτω]] [[κρύπτω]] [[πανταχόθεν]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.
|dgtxt=[[ocultar]], [[cubrir totalmente]] τοῖον ... νέφος [[ἀμφί]] σε κρύπτει E.<i>Hec</i>.907.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κρύπτω]].
|btext=[[couvrir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κρύπτω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=[[ocultar]], [[cubrir totalmente]] τοῖον ... νέφος [[ἀμφί]] σε κρύπτει E.<i>Hec</i>.907.
|lstext='''ἀμφικρύπτω''': [[περικαλύπτω]] ἢ [[κρύπτω]] [[πανταχόθεν]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικρύπτω]] (Α) [[κρύπτω]]<br />[[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περικαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρύπτω]].
|mltxt=[[ἀμφικρύπτω]] (Α) [[κρύπτω]]<br />[[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περικαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] ή [[κρύβω]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[cover]] or [[hide]] on [[every]] [[side]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρύπτω Medium diacritics: ἀμφικρύπτω Low diacritics: αμφικρύπτω Capitals: ΑΜΦΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: amphikrýptō Transliteration B: amphikryptō Transliteration C: amfikrypto Beta Code: a)mfikru/ptw

English (LSJ)

cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell

to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.