ἐπιχειρητέον: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
(CSV import) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epicheiriteon | |Transliteration C=epicheiriteon | ||
|Beta Code=e)pixeirhte/on | |Beta Code=e)pixeirhte/on | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἐπιχειρητέα]],<br><span class="bld">A</span> [[one must attempt]], Pl.''Ap.''19a; μείζοσι Isoc.''Ep.''9.18.<br><span class="bld">2</span> ἐπιχειρητέα [[one must attack]], Th.1.118, 2.3.<br><span class="bld">3</span> [[one must argue dialectically]], <b class="b3">πρός τι</b> to a conclusion, Arist. ''Top.''120b8.<br><span class="bld">II</span> ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to [[be attempted]], ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιχειρητέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[ἐπιχειρέω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με [[επίθεση]], <i>τινί</i>, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπιχειρητέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[ἐπιχειρέω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με [[επίθεση]], <i>τινί</i>, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[aggrediendum]]'', [[must attack]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.118.2/ 1.118.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.3.3/ 2.3.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 16 November 2024
English (LSJ)
or ἐπιχειρητέα,
A one must attempt, Pl.Ap.19a; μείζοσι Isoc.Ep.9.18.
2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3.
3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8.
II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.
Greek Monotonic
ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.