λιθοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(8)
 
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(32 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithovolos
|Transliteration C=lithovolos
|Beta Code=liqobo/los
|Beta Code=liqobo/los
|Definition=ον, (parox.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">throwing stones, pelting with stones</b>: -<b class="b3">βόλοι, οἱ</b>, <b class="b2">stone-throwers</b>, distd. from <b class="b3">σφενδονῆται</b>, <span class="bibl">Th.6.69</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.18</span>; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119b</span>: sg., as winner of a contest, <span class="title">SIG</span>1061.6, 19 (Samos, ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> -<b class="b3">βόλος, ὁ</b>, <b class="b2">engine for hurling stones</b>, <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.208c</span>, Ath. Mech.<span class="bibl">18.6</span>; distd. from <b class="b3">καταπέλτης</b>, <span class="bibl">D.S.20.48</span>; also -<b class="b3">βόλον, τό</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>6.51</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.6.3</span>; in full, <b class="b3">λ. μηχαναί</b> ib.<span class="bibl">4.9.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> proparox. <b class="b3">λιθόβολος, ον</b>, Pass., <b class="b2">struck with stones, stoned</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1063</span> (lyr.).</span>
|Definition=λιθοβόλον, (parox.)<br><span class="bld">A</span> [[throwing stones]], [[pelting with stones]]: [[λιθοβόλοι]], οἱ, [[stone-throwers]], distinguished from [[σφενδονήτης|σφενδονῆται]], Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[λιθοβόλος]], [[ὁ]], [[engine]] for [[hurl]]ing [[stone]]s, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distinguished from [[καταπέλτης]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.48; also [[λιθοβόλον]], τό, [[LXX]] 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λιθοβόλοι μηχαναί ib.4.9.12.<br><span class="bld">II</span> proparox. [[λιθόβολος]], [[ον]], Pass., [[struck with stones]], [[stoned]], E.Ph.1063 (lyr.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. [[μηχανή]], auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον [[αἷμα]] δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui lance des pierres]].<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοβόλος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[метатель камней]] (ручным способом), камнеметчик (λιθοβόλοι καὶ σφεδονῆται Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[камнеметательное орудие]], [[камнемет]] (καταπέλται καὶ λιθοβόλοι Diod.).
}}
{{ls
|lstext='''λῐθοβόλος''': -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους· λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, [[ἔνθα]] ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) [[λιθοβόλος]], ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48· [[ὡσαύτως]] λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λιθοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός πού ρίχνει λίθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλο</i>(<i>ν</i>)<br />πολεμική πολιορκητική [[μηχανή]] που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους [[εναντίον]] τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[λιθοβόλος]]<br />ο [[αθλητής]] της λιθοβολίας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλον</i> («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῖς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· <i>λιθοβόλοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιθοβόλος]], <i></i>, [[μηχανή]] για τη [[ρίψη]] λίθων, [[καταπέλτης]], σε Πολύβ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξύτ., <i>[[λιθόβολος]]</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-[[βόλος]], ον [cf. λιθόβολος] [[βάλλω]]<br /><b class="num">1.</b> throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, [[stone]]-throwers, Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[λιθοβόλος]], an [[engine]] for hurling stones, Polyb., etc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui lapides mittit]]'', [[who hurls stones]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.69.2/ 6.69.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοβόλος Medium diacritics: λιθοβόλος Low diacritics: λιθοβόλος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithobólos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqobo/los

English (LSJ)

λιθοβόλον, (parox.)
A throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, stone-throwers, distinguished from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).
2 λιθοβόλος, , engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distinguished from καταπέλτης, D.S.20.48; also λιθοβόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λιθοβόλοι μηχαναί ib.4.9.12.
II proparox. λιθόβολος, ον, Pass., struck with stones, stoned, E.Ph.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοβόλος:
1 метатель камней (ручным способом), камнеметчик (λιθοβόλοι καὶ σφεδονῆται Thuc.);
2 камнеметательное орудие, камнемет (καταπέλται καὶ λιθοβόλοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοβόλος: -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους· λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) λιθοβόλος, ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48· ὡσαύτως λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.

Greek Monolingual

-ο (Α λιθοβόλος, -ον)
1. αυτός πού ρίχνει λίθους
2. το ουδ. ως ουσ. το λιθοβόλο(ν)
πολεμική πολιορκητική μηχανή που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους εναντίον τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η λιθοβόλος
ο αθλητής της λιθοβολίας
2. το αρσ. ως ουσ. είδος πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το λιθοβόλον («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῖς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + βόλος (< βάλλω). Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

λῐθοβόλος: -ον (βάλλω
I. 1. αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· λιθοβόλοι, οἱ, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.
2. λιθοβόλος, , μηχανή για τη ρίψη λίθων, καταπέλτης, σε Πολύβ., κ.λπ.
II. προπαροξύτ., λιθόβολος, -ον, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθόβολος] βάλλω
1. throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, stone-throwers, Thuc., etc.
2. λιθοβόλος, an engine for hurling stones, Polyb., etc.

Lexicon Thucydideum

qui lapides mittit, who hurls stones, 6.69.2.